Η αλληλοβοήθεια ή «περκαλεσιά» αποτελεί την πρώτη και υποτυπώδη μορφή κοινωνικής πρόνοιας και γινόταν συνήθως για δουλειές που ήθελαν πολλά χέρια για να ολοκληρωθούν.
Από την αρχαιότητα παρατηρήθηκε και επιβεβαιώνεται από την καθημερινή πείρα, ότι έμφυτο είναι σε κάθε άνθρωπο το ένστικτο για την κοινωνική ζωή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τον κοινοτικό και κοινωνικό βίο των πρώτων κοινωνιών, από τον οποίο προήλθε η πρόοδος και ο πολιτισμός, αλλά και η δημιουργία θεσμών που διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων που ζουν στη σημερινή κοινωνία. Παρά όμως την προαγωγή που συντελέσθηκε στην κοινωνικότητα και την εμπέδωση, αλλά και την καθιέρωση γραπτών και άγραφων νόμων που ρυθμίζουν τη διαβίωση των ανθρώπων, εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα ακόμη έθιμα παλιά, που λίγο αλλάζουν από τόπο σε τόπο, και με τα οποία ρυθμίζεται η συνεργασία μεταξύ ανθρώπων, που ζουν κοινωνικό βίο κυρίως σε μικρές παραδοσιακές κοινότητες. Απ’ αυτά ορισμένα αφορούν συνεργασία, η οποία αποβλέπει μόνο στην αμοιβαία ωφέλεια των συνεργαζόμενων, ενώ άλλα πήραν κοινωνικότερο χαρακτήρα με έκδηλη φιλάνθρωπη και φιλάλληλη διάθεση.
Τέτοια έθιμα αλληλοβοήθειας και συνεργασίας που ίσχυαν στο Λογκανίκο, αναφέρουμε στη συνέχεια...
Ευρύτατα διαδεδομένο ήταν το έθιμο της «σεμπριάς».
Δύο γεωργοί, οι οποίοι διέθεταν από ένα «καματερό» (βόδι συνήθως ή ημίονο) σεμπρεύουν,
για να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους. Ζευγαρώνουν δηλαδή τα ζώα τους και εκ περιτροπής «κάνουν χωράφι», χωρίς να δημιουργούνται μεταξύ των διαφορές ή παρεξηγήσεις. Αρχίζουν την όργωμα (άροση) από «τα χαμηλώματα», γιατί αν καθυστερήσει η καλλιέργειά τους «τα χωράφια οψιμίζουν και τα σπαρτά ανοχεύουν». Αν επίσης συμβεί τα χωράφια να είναι «βαρικά ή να βαρικοφέρνουν» , αποφεύγεται το όργωμα ή η σπορά τους σε περίοδο βροχών, ιδίως όταν πρόκειται για την καλλιέργεια καλαμποκιού, γιατί το χώμα «αγουρεύει», με αποτέλεσμα να είναι το φύτρωμα ελαττωματικό και ατελής η ανάπτυξη των σπαρτών.
Αν επίσης ο ένας από τους σέμπρους έχει πρόβατα και θέλει να «κοπρίσει» το χωράφι του τα μαντρίζει κατά την άνοιξη μέσα σε πρόχειρους ξύλινους φράχτες ή απλό φράχτη από θάμνους, και δίνει προτεραιότητα σποράς στον άλλον, για να κερδίσει χρόνο.
Η μεταξύ των σέμπρων συνεργασία δεν περιορίζεται μόνο στη διάθεση των «αροτριώντων» ζώων για τη δημιουργία ζευγαριού, αλλά συνήθως επεκτείνεται και σε άλλες εκδηλώσεις, όπως στην ανταλλαγή εργαλείων ή την προσφορά εργασίας από μέλη της οικογένειας του ενός κατά την καλλιέργεια των κτημάτων του άλλου.
Οι σέμπροι γενικά προγραμματίζουν την όλη εργασία τους σαν να είναι κοινή και την κάνουν για αμοιβαία ωφέλεια.
Οι χωρικοί συνεργάζονται επίσης και σ’ άλλες γεωργικές εργασίες, όπως τον τρύγο, το θερισμό και το αλώνισμα.
Πρόκειται για εργασίες, που δεν παίρνουν αναβολή ή παράταση για πολλές μέρες. «Το καρφαλιασμένο στάρι δεν καρτερεί αθέριστο και τ' αλώνι δεν μπορεί να μείνει πολλές μέρες πιασμένο», έλεγε χαρακτηριστικά ο λαός μας. Στα αλωνίσματα όσοι έχουν άλογα συνεργάζονται, για ν' ανταποκριθούν στις ανάγκες των χωρικών και ονομάζονται «αλωνιστάδες».
Ο αριθμός των αλόγων, κανονίζεται ανάλογα με τον αριθμό των δεματιών που είναι γι' αλώνισμα. Η πληρωμή, το λεγόμενο «αλωνιστικό», γίνεται σε είδος, και καθορίζεται ή κατ' αποκοπή ή συμφώνα με τα κιλά του σιταριού που αλωνίζεται.
Χαρακτηριστική μορφή αλληλοβοήθειας είναι «το ξεφλέτσιασμα» του καλαμποκιού.
Φλέτσι ήταν το εξωτερικό περίβλημα του καρπού. Ο καρπός με τη βάση του ήταν τα ρουμπούκια, η δε βάση του καρπού τα λούκια, επάνω στα οποία στηρίζεται και τροφοδοτείται ο καρπός.
Όταν μαζευόταν το καλαμπόκι το έκαναν σωρό στα αλώνια ή στην αυλή του σπιτιού ή μέσα σ’ αυτό, αν ο καιρός δεν επέτρεπε το ξεφλούδισμά του έξω. Αποβραδίς κάποιος από το σπίτι περιερχόταν τα γειτονικά και τα συγγενικά σπίτια του χωριού και ειδοποιούσε ότι «το βράδυ θα έχουμε ξεφλέτσιασμα». Οι ειδοποιούμενοι πήγαιναν με ευχαρίστηση, γιατί αυτό το είδος της συνεργασίας ήταν και μια θαυμάσια ευκαιρία για ψυχαγωγία.
Και εδώ τα νιάτα αποτελούσαν την πλειοψηφία. Εφοδιασμένοι όλοι, άλλος με σουγιά, άλλος με πρόκα ή με ξύλινο σουβλί, για να σχίζουν το φλέτσι, καθισμένοι σταυροπόδι, άρχιζαν τη δουλειά, τα αστεία, αντάλλασαν εύθυμα πειράγματα , κουτσομπόλευαν σχολιάζοντας τα τελευταία γεγονότα του χωριού, έλυναν αινίγματα και στο τέλος έπιαναν το τραγούδι και το χορό .
Οι νοικοκυραίοι τέλος προσέφεραν γλυκά ή φρούτα (σταφύλια, σύκα, καρύδια ή κάστανα), αφού ήταν η εποχή της συγκομιδής.
Πρόσκληση σε βοήθεια γινόταν και για «το στούμπημα» του καλαμποκιού. Γι' αυτήν όμως την εργασία συνήθως φώναζαν τους «χεροδύναμους» άνδρες, για να μπορούν ν' ανταποκρίνονται στη δυσκολία της εργασίας. Τα ρουμπούκια τα άπλωναν δυο-τρεις μέρες στον ήλιο και ύστερα τα στούμπιζαν με το «διπλό». Αυτό αποτελούνταν : α) από το κανόνι, ένα ίσιο και γερό ξύλο, μήκους δύο περίπου μέτρων, β) τη βέργα, ένα ξύλο μήκους ενός περίπου μέτρου, λίγο πιο χοντρό από το κανόνι και γ) ένα γερό σκοινί, μήκους 50-60 πόντων, που ένωνε το κανόνι και τη βέργα. Σηκώνοντας το κανόνι, η βέργα κρεμόταν στον αέρα και με μια επιδέξια περιστροφή έπεφτε με δύναμη πάνω στο σωρό, έσπαζε τα λούκια και τα ξεσπείριζε. Όταν τελείωνε το στούμπημα του καλαμποκιού η νοικοκυρά του σπιτιού σερβίριζε τον κόκορα με τις χυλοπίτες και έπιναν κρασί.
Τέλος, τα μέλη της οικογένειας ξεχώριζαν τα λούκια, λίχνιζαν τον καρπό για να φύγει η σκόνη, τον άφηναν στον ήλιο να ξεραθεί καλά και τον αποθήκευαν. Με τα φλέτσια τάιζαν τα βόιδα.
Τα λούκια τα έκαιγαν στη φωτιά.
Αξιοσημείωτη είναι η συνεργασία των χωρικών για τη διάνοιξη των αρδευτικών αυλακιών για το πότισμα των χωραφιών τους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις τα διανοιγμένα αυλάκια για τη μεταφορά του νερού είναι σημαντικού μήκους, έτσι ώστε κάθε χρόνο και στην αρχή του καλοκαιριού να απαιτείται εργώδης προσπάθεια για τον καθαρισμό τους από υλικά που έπεσαν από τις βροχοπτώσεις και τις κατολισθήσεις το χειμώνα. Οι έχοντες σε κάθε περιφέρεια κτήματα, συνεργάζονται για «να βγάλουν το δικό τους αυλάκι», προσφέροντας εργασία ανάλογα με τα στρέμματα, τα οποία καλλιεργούν κάθε φορά. Όταν πρόκειται να ανοίξουν το μεγάλο αυλάκι, από το νερό του οποίου ποτίζουν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού, η συμμετοχή τους στην εργασία είναι καθολική, αφού προσλαμβάνει τη μορφή γενικής εξόδου. Από το απόγευμα ειδοποιούνται οι κάτοικοι του χωριού, ότι την επομένη «θα βγάλουν το μεγάλο αυλάκι» .
Το πρωί της άλλης ημέρας παρουσιάζεται ένας από κάθε οικογένεια και οι κάτοικοι κατανέμονται σε ομάδες, για να είναι η εργασία περισσότερο συστηματική και εύκολη η επίβλεψή της.
Για τη «δέση», (τη σύνδεση δηλαδή του αυλακιού με το ποτάμι, από το οποίο τροφοδοτείται το αυλάκι), εργάζονται όλοι μαζί, πολλές φορές και για μέρες, αν οι πλημμύρες του χειμώνα δημιούργησαν κατηφόρα ή απόθεσαν όγκους αμμοχάλικου προς την πλευρά, όπου γίνεται η σύνδεση. Όταν «βάλουν τη δέση» και το νερό φτάσει στον προορισμό του, συνήθως «δεν μπαίνει αμέσως στην αράδα», αν συμβεί να μη διψούν τα σπαρτά. Γι’ αυτό τις πρώτες μέρες είναι ελεύθερο και μπορεί να ποτίζει ο καθένας δέντρα ή κτήματα χωρίς να έχει σειρά ή δικαίωμα για άρδευση.
Ανάλογες μορφές συνεργασίας απαντώνται και στην ποιμενική ζωή.
Όσοι έχουν ολιγάριθμα κοπάδια αιγοπροβάτων «τα σμίγουν», για να έχουν περισσότερο γάλα το οποίο θα κάνουν τυρί. Με το «σμίξιμο» αυτό δημιουργείται ένα μεγάλο κοπάδι, τη φύλαξη του οποίου αναλαμβάνουν οι ίδιοι, ο καθένας με τη σειρά του ή τα βόσκουν και οι δύο χωρίζοντας τα πρόβατα σε γαλάρια και στέρφα. Ο καθορισμός των ημερών, κατά τις οποίες καθένας υποχρεώνονταν για την φύλαξη του κοπαδιού καθορίζεται με βάση τον αριθμό των ζώων, τα οποία έχει ο καθένας. Ανάλογα επίσης με τον αριθμό των «γαλάριων» προβάτων ρυθμίζεται και η διανομή του γάλατος. Το μερτικό του καθενός μετριόταν με τη «μέτρα» (κάτι σαν τέστα χωρητικότητας 10κιλών περίπου) και το «κουτούλι» ( κάτι σαν κατσαρόλι χωρητικότητας 2κιλών περίπου).
Περκαλεσιά για το ξάσιμο των μαλλιών.
Από το κούρεμα των προβάτων έπαιρναν το μαλλί, από το οποίο θα έβγαζαν τα γνέματα (νήματα) για τις βελέντζες, τις μπατανίες, τις αντρομίδες, τα σακιά-σακούλια, τα λιόπανα, τις καπότες, τις κάπες, τις γελέκιες, τα γελέκια, τις εσωτερικές ανδρικές φανέλες, τις μπελερίνες και τα γυναικεία μισοφόρια.
Επειδή τα μαλλιά ήταν πολλά, ήθελαν πολλή επεξεργασία για να ετοιμαστούν. Η κοπιαστικότερη, που απαιτούσε και τον περισσότερο χρόνο, ήταν το ξάσιμο των μαλλιών. Η νοικοκυρά έπλενε τα μαλλιά και τα στέγνωνε στον ήλιο. Μετά το στέγνωμα έπρεπε να ακολουθήσει το ξάσιμο των μαλλιών. Τότε ερχόταν η ώρα της περκαλεσιάς. Οι νοικοκυραίοι προσκαλούσαν τους νεώτερους συγγενείς και φίλους τους να πάνε το βράδυ να τους βοηθήσουν. Μαζεύονταν πέντε-δέκα άτομα, μερικές φορές και περισσότερα και καθισμένοι σε πάγκους, καρέκλες, σκαμνιά ή σταυροπόδι, στο χαγιάτι, στο μπαλκόνι, στη σάλα ή αλλού και άρχιζαν το ξάσιμο. Τραβούσαν τα μαλλιά λίγο-λίγο με τα τρία δάχτυλα, ώστε να γίνουν αραιά, για να περάσουν μέσα από τα λανάρια. Το ξασμένο μαλλί στη συνέχεια γινόταν «τουλούπες» (μικρές μπάλες). Καθ` όλη τη διάρκεια της δουλειάς δεν έλειπαν οι συζητήσεις με ευγενικά πειράγματα, τα ευπρεπή αστεία και τα τραγούδια. Όταν τελείωνε η δουλειά γύρω στα μεσάνυχτα, έπιναν κρασί και έτρωγαν μεζέδες και πολλές φορές έπιαναν και το χορό.
Παρόμοια μορφή αλληλοβοήθειας υπήρχε και κατά το «βγάλσιμο του σπάρτου».
Είναι δε το σπάρτο θάμνος, που έχει ευλύγιστα και δυσδιάσπαστα κλωνάρια, τα οποία μοιάζουν με μακριές βελόνες. Τα φρέσκα κλαδιά κόβονταν και δένονταν σε μικρά δεμάτια, τα «χερόβολα», κατά τον Αύγουστο, όταν ήταν ψημένος ο βλαστός. Στη συνέχεια τα «χερόβολα» μεταφέρονταν στο σπίτι για να τα βράσουν στο χαρανί.
Μετά τα τοποθετούσαν για μία περίπου εβδομάδα μέσα σε λάκκους με νερό στα κοντινά ποτάμια και ρέματα (Κοτιτσάνη – Ευρώτα) για να ξενερίσουν. Φυσικά τα πλάκωναν με πέτρες για να μην τα πάρει το νερό.
Μετά τα έβγαναν από το νερό, τα έτριβαν στην άμμο για να σπάσει ο φλοιος, τα έπλεναν και τα κοπανούσαν με τον κόπανο για να σπάσουν ολότελα το φλοιο και να βγάλουν τις ίνες. Τα άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσουν και στη συνέχεια τα μετέφεραν στο σπίτι «για να τα ξεξυλιάσουν», όποτε μπορούσαν.
Συγκεντρώνονταν λοιπόν οι γυναίκες και «έβγαζαν» από τα κλαδιά του σπάρτου τις ίνες, που αποχωρίζονταν εύκολα, ύστερα από το βράσιμο και το κοπάνημα που είχαν προηγηθεί.
Μετά τις ίνες αυτές τις έξαιναν και έκαναν τις τουλούπες, οι οποίες θα έμπαιναν στις ρόκες για να γίνουν νήματα.
Από τις ίνες αυτές, μετά από κατάλληλη επεξεργασία, κατασκευαζόταν ειδικό στερεό νήμα, το «σπαρτόσχοινο», πρόσφορο για την κατασκευή χονδρών σχοινιών για τα ζώα, σάκων μεταφοράς, στρωμάτων που γέμιζαν με φλέτσια, πανιών μεταφοράς άχυρων, κιλιμιών ή ντορβάδων.
Αλληλοβοήθεια για να παρασκευάσουν τις χυλοπίτες του σπιτιού .
Για να γίνουν οι χυλοπίτες, οι γυναίκες βοηθούσαν η μια την άλλη στην παρασκευή τους. Συνήθως τις έφτιαχναν αφού έκλειναν τα σχολειά, γύρω στο τέλος Ιουνίου μέχρι τέλος Ιουλίου. Εκείνη η εποχή ήταν η πιο κατάλληλη γιατί είχαν πολλά αυγά, γάλα και αλεύρι και ο καιρός ήταν καλός για να στεγνώσουν οι χυλοπίτες .
Οι γυναίκες, συνήθως συγγενείς και φίλες μεταξύ τους, κανόνιζαν πότε να πάνε στο τάδε σπίτι και άλλες έφερναν είτε τα αυγά που τους περίσσευαν ή το γάλα τους ή το αλεύρι.
Κάποιες ζύμωναν, άλλες άνοιγαν το φύλλο και άλλες τις έκοβαν. Συνήθως τις έκοβαν σε στενόμακρες λωρίδες ή σε μικρά τετραγωνάκια . Μετά, αφού τις έκοβαν, έστρωναν πάνω στα τραπέζια ή σε άλλες επιφάνειες καθαρά σεντόνια και τις έβαζαν πάνω μέχρι να στεγνώσουν καλά, περίπου δύο με τρεις ημέρες ήταν αρκετές. Έπρεπε ακόμη να τις ανακατεύουν κάθε τόσο για να ξεραθούν ομοιόμορφα από όλες τις πλευρές.
Αφού τελείωναν, ξεκουραζόντουσαν μερικές μέρες και μετά πήγαιναν σε άλλο σπίτι και ούτω καθ’ εξής μέχρι να φτιάξουν όλες τις χυλοπίτες τους.
Αλληλοβοήθεια υπήρχε και στο καθιερωμένο σφάξιμο των γουρουνιών , την παραμονή των Χριστουγέννων. Όταν ερχόταν η ώρα να σφάξουν το χοιρινό, που εθιμικά έτρεφαν παλιά όλες οι οικογένειες, το καθήλωναν πολλοί άνδρες μαζί. Ο πλέον έμπειρος από την ομάδα (υπήρχαν πάντως και ειδικοί γι αυτή τη δουλειά) έμπηγε το μαχαίρι στο λαιμό του χοιρινού. Ο αρχισφάχτης αφαιρούσε τον λάρυγγα (καρύδι έλεγαν) και τον έδινε στη νοικοκυρά ευχόμενος «καλοφάγωτο». Όταν το χοιρινά σταματούσε να κουνιέται, το τοποθετούσαν σε ένα επικλινές ξυλοκρέβατο (συνήθως το ένα φύλο της αυλόπορτας που το έβγαζαν από τη θέση του γι’ αυτό το σκοπό) με το κεφάλι σε χαμηλότερο σημείο και του έχυναν βραστό νερό από ένα καζάνι που είχαν βάλει από πριν σε παρακείμενη φωτιά. Για να μην κρυώνει το νερό και δεν ζεματιστεί καλά το δέρμα, σκέπαζαν το χοιρινό με παλιά ρούχα. Και αμέσως άρχιζαν να το ξύνουν με μαχαίρια, με προσοχή να μη το κόψουν. Με το κάψιμο που προκαλούσε το νερό, έβγαιναν με το ξύσιμο οι τρίχες και η μαύρη επιδερμίδα του χοιρινού. Η δουλειά έπρεπε να γίνει γρήγορα, γιατί αν κρύωνε το χοιρινό δεν μαδιόταν εύκολα.
Αφού το έπλεναν καλά, του άνοιγαν την κοιλιά. Τα πνευμόνια, η καρδιά και το συκώτι αφαιρούνταν πρώτα και δίνονταν στη νοικοκυρά. Αυτή, αφού τα έπλενε, έκοβε ένα μέρος από αυτά σε μικρά κομμάτια και τα έβαζε μέσα σε ένα μεγάλο τηγάνι πάνω στη φωτιά με λίγο νερό. Ώσπου να βγουν τα υπόλοιπα σπλάχνα, να πλυθεί όλο το χοιρινό, να ζυγιστεί και να κρεμαστεί στο τσιγκέλι για να στεγνώσει, ψηνόταν και η συκωταριά στο τηγάνι. Έτρωγαν όλοι και έπιναν κρασί, επαναλαμβάνοντας τις ευχές "χρόνια πολλά, καλοφάγωτο".
Απαύγασμα ψυχικού μεγαλείου είναι η βοήθεια, που προσφερόταν σε φτωχούς ή όσους βρίσκονταν σε δυσχερή θέση λόγω ασθένειας.
Όταν λ.χ. ένας φτωχός έχτιζε σπίτι, καλούσε τους συγχωριανούς του σε βοήθεια, συνήθως σε μέρες «αλαφρογιορτάδων». Όλοι οι κάτοικοι του χωρίου προσφέρονταν πρόθυμα να τον συντρέξουν για να μεταφέρει την πέτρα, την ξυλεία, ν' ανοίξει τα θεμέλια ή να στεγάσει το σπίτι. Με τον ίδιο τρόπο προσφέρονταν οι χωρικοί για να καλλιεργήσουν το χωράφι του άρρωστου ή του επιστράτου, να συγκομίσουν τους καρπούς του ή να φυλάξουν τα κοπάδια του.
Αν λάχαινε να ψοφήσει κάποιου ένα ζώο (βόιδι ή μουλάρι), τότε γινόταν έρανος για να βοηθηθεί ο αυτός που το έχασε.
Φτωχός επίσης, που ήθελε να συστήσει κοπάδι, περιέρχονταν τα μαντριά των γνωστών του και ζητούσε ένα αρνί ή ένα κατσίκι. Οι βοσκοί συνήθως πρόσφεραν σ’ αυτόν το ζώο που τους ζητούσε, συνοδεύοντας την προσφορά και με τις ευχές τους. Το ίδιο και οι μελισσοτρόφοι την άνοιξη, και την εποχή της σμηνουργίας, πρόσφεραν σε φτωχούς χωριανούς τους, που τους ζητούσαν ένα «γονίδι», για να δημιουργήσουν κι αυτοί το «μελισσομάντρι» τους.
Όταν κάποιος ασθενούσε βαριά ή χτυπούσε άσχημα και χρειαζόταν μεταφορά στη Σπάρτη-την εποχή που δεν υπήρχαν συγκοινωνίες-οι άνδρες του χωριού μαζεύονταν και έφτιαχναν ένα πρόχειρο φορείο. Δεκαπέντε-είκοσι άντρες, οι δυνατότεροι, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο το συντομότερο δυνατό.
Το ίδιο έκαναν και για κάποιον ή κάποια που θα χτυπούσε στο χωράφι και δεν ήταν δυνατό να περπατήσει και να επιστρέψει στο σπίτι .
Εάν κάποιος πάλι χανόταν λόγω αμνησίας, όλο το χωριό έψαχνε μέρα και νύχτα με τα φανάρια, επί δύο-τρεις ημέρες, μέχρι να τον βρει.
Μορφή συνεργασίας ήταν και η λεγομένη «προσωπική εργασία», ο καθορισμός της οποίας κατά παράδοση γίνονταν από το Συμβούλιο της κοινότητας του χωριού.
Κάθε οικογενειάρχης υποχρεώνονταν να διαθέσει ορισμένα «μεροκάματα» το χρόνο για έργα κοινής ωφέλειας, όπως το κτίσιμο εκκλησίας ή σχολείου, την κατασκευή γέφυρας ή υδραγωγείου, τη διάνοιξη ή επισκευή δρόμων.
Το γεγονός αυτό παίρνει ξεχωριστή σημασία, αν λάβει κανείς υπόψη του, ότι την εποχή εκείνη οι άνθρωποι αγωνίζονταν σκληρά , για να εξασφαλίσουν το ψωμί τους.
Το ημερομίσθιο το είχαν μεγάλη ανάγκη για να βγάλουν το ψωμί τους. Και όμως με χαρά και ευχαρίστηση εργάζονταν 15 ημερομίσθια το χρόνο σε κοινοτικά έργα.
Αξίζει να σημειώσουμε ακόμη και περιπτώσεις συνεργασίας των χωρικών, που επέβαλαν έκτακτες ανάγκες.
Και για τη διασφάλιση κοινοτικών δασών ενδιαφέρονται οι χωρικοί μας. Έτσι σε περίπτωση πυρκαγιάς σπεύδουν όλοι πρόθυμα για να προσφέρουν τη βοήθειά τους για την κατάσβεση της φωτιάς.
Με κοινή επίσης προσπάθεια επιχειρείται η κατάσβεση πυρκαγιών σε σπίτια ή άλλες ιδιωτικές εγκαταστάσεις.
Από τη μελέτη των μορφών αλληλοβοήθειας και συνεργασίας, που αναφέραμε παραπάνω, καταφαίνεται ότι η αντιμετώπιση δυσάρεστων γεγονότων της ζωής και η λύση βιοτικών προβλημάτων, τα όποια ο άνθρωπος αδυνατεί να επιλύσει ατομικά, είναι κίνητρα, που ωθούν τους ανθρώπους κάθε εποχής, σε συνεργασία. Οι μορφές της διαφέρουν ανάλογα με το βαθμό της πνευματικής και ηθικής εξέλιξης και γενικότερα του πολιτισμού των μελών κάθε κοινωνίας.
Στις πρώτες κοινωνικές ομάδες η παροχή βοήθειας σε πάσχοντα μέλη τους , πήγαζε περισσότερο από το συναίσθημα του φόβου ότι ο κίνδυνος, ο οποίος έπληξε μέλος τους, θα μπορούσε στο μέλλον να πλήξει και άλλον και επομένως θα μπορούσε να βρεθεί στην ανάγκη να ζητήσει ή να δεχθεί από άλλον βοήθεια.
Το πρώτο αυτό συναίσθημα του φόβου των ανθρώπων μπροστά στο άγνωστο και μυστηριώδες μέλλον, των ανεξιχνίαστων δυνάμεων της φύσης και της ζωής με τους κινδύνους της, με την πάροδο του χρόνου και την πνευματική και ηθική πρόοδο της ανθρωπότητας, με τον πολιτισμό που τον εξυψώνει διαρκώς σε ανώτερες σφαίρες ηθικής αυτονομίας και ελευθερίας, τελειοποιώντας και εξευγενίζοντάς τον, οδήγησε στις ανώτερες μορφές της αλληλοβοήθειας ως ηθικό καθήκον και φιλανθρωπία, που απορρέουν από εσωτερική τελειότητα και αισθήματα ανθρωπισμού.