Η παραδοσιακή μας αρχιτεκτονική είναι η τέχνη οικοδόμησης για τη δημιουργία ομορφιάς και χρησιμότητας.
Το ουσιαστικό στοιχείο της ελληνικής τέχνης που δένεται με τον άνθρωπο είναι το σπίτι.
Το σπίτι, λοιπόν, στις πιο διαφορετικές μορφές του, εκπροσωπεί την αρχιτεκτονική του λαού μας, που προσπαθεί να δέσει την ομορφιά και την αρμονία των γραμμών και των όγκων με τη λειτουργικότητα, στην προσπάθεια να λύσει συγκεκριμένα προβλήματα της κατοικίας. Η κάτοψη κάθε σπιτιού έχει για προέλευσή της το μονόσπιτο, όπως το ονόμασε ο λαός, σπίτι με ένα δωμάτιο, το ελάχιστο απαραίτητο για τις ανάγκες σε μια αρχέγονη κατοικία.
Από αυτό το μονόσπιτο, λοιπόν, προήλθαν οι διάφοροι τύποι σπιτιών της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, καθορισμένοι από το κλίμα, τα υλικά, τις τεχνικές γνώσεις των μαστόρων, των οικονομικών μέσων που διέθεταν, και των κοινωνικών και εθνικών ορίων της χώρας και κάθε περιοχής.
Το μονόσπιτο έπρεπε να στεγάσει τους ανθρώπους, να προστατέψει τα ζώα και τους καρπούς της γης. Αυτές οι τρεις ανάγκες καθόριζαν οργανικά και λειτουργικά την εσωτερική σύνθεση του σπιτιού και την εξωτερική μορφή του.
Με τον καιρό προστέθηκαν, λοιπόν, βάσει αυτών των αναγκών και άλλα στοιχεία: ένα δωμάτιο, το χαγιάτι, ο στάβλος κ.λ.π. Και έτσι το μονόσπιτο απόκτησε τη διάρθρωση ενός ολοκληρωμένου σπιτιού με όλα του τα χρήσιμα και τίποτε το ανώφελο.
Σύμφωνα με τη διαμόρφωση του εδάφους τα σπίτια αναπτύχθηκαν στο ύψος, στο πλάτος ή και στις δύο κατευθύνσεις μαζί.
Ο τύπος του σπιτιού που επικρατούσε στο Λογκανίκο , ήταν το διώροφο ανωγοκάτωγο, λόγω της κλίσεως του εδάφους, με το μισοϋπόγειο προορισμένο, κυρίως, για αποθήκη και στάβλο και ο όροφος για κατοικία.
Τα υλικά κατασκευής
Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι μαστόροι, ήταν συνήθως αυτά που πρόσφερε ο τόπος.
Η πέτρα στα χωριά της περιοχής μας είναι άφθονη και όλα τα κτίσματα είναι πέτρινα.
Ήταν ένα υλικό - προϊόν του περιβάλλοντος, η χρήση του οποίου, όχι μόνο δεν αλλοίωνε το τοπίο αλλά αντιθέτως, συνέβαλε καθοριστικά στην τέλεια αρμονία της σύνθεσης, έτσι ώστε με δυσκολία να ξεχωρίζει το χτίσμα από το φυσικό περιβάλλον του.
Η αυστηρή γεωμετρία του όγκου και η σκληράδα της πέτρας, όμοια με τη σκληράδα του τοπίου, αποτελούσαν (και βεβαίως αποτελούν) την ομορφιά του παραδοσιακού οικισμού.
Τις πέτρες, κυρίως ασβεστολιθικής φύσης, τις χρησιμοποιούσαν ακατέργαστες και χοντρολαξεμένες για τους τοίχους. Τις διάλεγαν στο νταμάρι και δεν έπρεπε να είναι επιφανειακές, λιασμένες, γιατί είχαν διαβρώσεις.
Τις καλύτερες τις έκαναν αγκωνάρια για τις γωνίες του σπιτιού και για τα κουφώματα (πόρτες και παράθυρα).
Τα αγκωνάρια στις γωνίες του σπιτιού και στα πλάγια των κουφωμάτων χτίζονταν εναλλάξ το ένα όρθιο και το άλλο πλαγιαστό, ώστε να «δένουν» με τον υπόλοιπο τοίχο.
Το ξύλο παίζει σημαντικό ρόλο στη λαϊκή οικοδομική. Το ξύλο χρησιμοποιείται στις κατασκευές όχι μόνο ως αυτόνομο δομικό στοιχείο (π.χ. ως δοκός ή υποστύλωμα) αλλά και για την κατασκευή σύνθετων φορέων (στέγες, πατώματα, φύλλα κουφωμάτων ) και σε συνεργασία με άλλα υλικά. Το κυριότερο προσόν του είναι η μεγάλη σε σχέση με το βάρος του, μηχανική του αντοχή.
Την ξυλεία την προμηθεύονταν από το γειτονικό φυσικό τους περιβάλλον. Χρησιμοποιούσαν ξύλα από δρυ (δέντρο), λεύκα, καστανιά, κέδρο και έλατο .
Το σίδερο είναι ακριβό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή οικοδομικών ειδών, όπως σιδεροδεσιές, φουρούσια, άγκιστρα, καρφιά, κιγκλιδώματα, τζινέτια για το αγκύρωμα της κάσας πάνω στο θύρωμα, σιδεριές στα παράθυρα, και αντικείμενα, όπως κλειδαριές και πόμολα.
Η λάσπη . Για συνδετικό κονίαμα χρησιμοποιούσαν κυρίως τον μπινά. Αυτός γινόταν με ανακάτεμα νταμαρίσιου ή ποταμίσιου άμμου με ασβέστη (χορίγι).
Χρησιμοποιούσαν ακόμη, το κουρασάνι, το οποίο είναι ασβεστοκονίαμα με τριμμένο κεραμίδι, για το αρμολόγημα και πιο σπάνια τη γλίνα, που είναι χωματόλασπη και συναντάται κυρίως στα λαϊκά σπίτια.
Για να φτιάξουν το κουρασάνι, μαλάκωναν για πολλές μέρες τα κεραμίδια σε νερό, μετά τα έσπαζαν και τα έκαναν σκόνη και τη σκόνη αυτή την ανακάτευαν με ασβέστη και νερό.
Ανάμεσα στις καλά πελεκημένες πέτρες που είχαν καλή επαφή, η λάσπη που έβαζαν ήταν ελάχιστη και άριστης ποιότητας, με περισσότερο ασβέστη και ελάχιστη άμμο, καλά ξεπλυμένη .
Ο ασβέστης, τον οποίο προμηθεύονταν από τα καμίνια, έπρεπε να ήταν καλά σβησμένος, άλλως η λάσπη δεν έπιανε και τριβόταν.
Το ασβεστοκονίαμα έχει την ιδιότητα, όσο περισσότερο περνάει ο καιρός και όσο πιο πολύ ποτίζεται, τόσο να σκληραίνει και να γίνεται σαν πέτρα.
Ο ασβέστης χρησιμοποιείται ακόμη για το σοβά και το βάψιμο.
Ο τρόπος δόμησης
Στο Λογκανίκο το παραδοσιακό σπίτι εντοπίζεται κυρίως στη μορφή του στενόμακρου-ορθογώνιου και κεραμοσκέπαστου σπιτιού. Ένα παραλληλεπίπεδο, με την επιμήκη πλευρά μεγαλύτερη κατά το 1/3 περίπου από τη στενότερη.
Αν και δεν είναι όλα τα σπίτια στο χωριό το ίδιο μεγάλα ή το ίδιο καλοχτισμένα, το σχήμα και η διαρρύθμισή τους είναι λίγο πολύ παρόμοια.
Ο ιδιοκτήτης, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητές του, το οικόπεδο και τις ανάγκες του, καθόριζε το μέγεθος του σπιτιού και τον αριθμό των ορόφων που ήθελε. Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά των μαστόρων : να προσανατολίσουν το κτίριο, να το γωνιάσουν, να ανοίξουν τα θεμέλια και να το θεμελιώσουν. Να χτίσουν τους τοίχους, τους θόλους και να αποφασίσουν που και πόσα θα ήταν οι πόρτες και τα παράθυρα.
Ο προσανατολισμός του σπιτιού εξαρτιόταν κυρίως από τη μορφολογία του εδάφους. Όπου υπήρχε κλίση του εδάφους (το συνηθέστερο στο χωριό μας), ο επιμήκης άξονας του σπιτιού ήταν παράλληλος με την κατωφέρεια. Η κάτω πλευρά του σπιτιού, κατά κανόνα, έχει μεγαλύτερο ύψος από την επάνω.
Η θεμελίωση
Σε ότι αφορά τη θεμελίωση γινόταν εκσκαφή μέχρι να βρεθεί στέρεο έδαφος, μάλιστα αν το έδαφος ήταν βραχώδες τότε δεν γινόταν καν εκσκαφή .
Στο άνοιγμα των θεμελίων απαραίτητο ήταν το σφάξιμο του κόκορα και στην περίπτωση που ο νοικοκύρης ήταν πιο εύπορος, τότε αντί για κόκορα σφάζανε αρνί .
Τοιχοποιίες - επιχρίσματα
Οι τοιχοποιίες ήταν λίθινες, από ξερολιθιά ή λασποδομή, ανεπίχριστες εξωτερικά και έφεραν κατά κύριο λόγο ξύλινες ενισχύσεις από δρυ ή κέδρο. Το πλάτος των λιθοδομών ήταν γύρω στα 90 έως 100 εκ. στη βάση των κτισμάτων και στα 50 έως 70 εκ. στην κορυφή τους. Οι εσωτερικοί τοίχοι (οι λεγόμενες μεσάντρες) γίνονταν, κυρίως, από ξύλο, καλάμια και γέμισμα από ασβεστοκονίαμα (τσατμάς).
Ο σοβάς γινόταν μόνο στους εσωτερικούς τοίχους, όπου προσέδιδε μια πλαστικότητα στην όψη και σπάνια στους εξωτερικούς.
Πόρτες - παράθυρα
Οι διαστάσεις που είχαν οι πόρτες και τα παράθυρα, συνήθως, σε σχήμα ορθογώνιο, ήταν σχετικά μικρές. Έτσι εξέθεταν λιγότερες επιφάνειες στις κακοκαιρίες και στις επιδρομές. Επίσης οι διαστάσεις των ανοιγμάτων εξαρτιόνταν και από το χώρο του σπιτιού που αντιστοιχούσε το άνοιγμα.
Τις πόρτες και τα παράθυρα κοσμούσαν πέτρινα υπέρθυρα, αρχικά ημικυκλικά και αργότερα ευθύγραμμα.
Το γεφύρωμα της τοιχοποιίας στο υψηλότερο σημείο των ανοιγμάτων γινόταν κυρίως με ξύλινο "πρέκι" από ακατέργαστους κορμούς.
Τα κουφώματα ήταν ξύλινα. Τα παράθυρα αρχικά είχαν μόνο σκούρα σανιδωτά.
Το ίδιο σανιδωτές ήταν και οι πόρτες.
Το πάτωμα
Στην απλούστερή του μορφή ένα ξύλινο πάτωμα αποτελούνταν από τα φέροντά του στοιχεία (δοκούς) και την επιφάνεια κίνησης (δάπεδο), που αποτελούνταν από σανίδες.
Ο Φέρων Οργανισμός του πατώματος συνήθως αποτελούνταν από τα πατερά (κόρδες) 12*20 εκ., τα οποία τοποθετούνταν εγκάρσια (κάθετα) ως προς τον μεγάλο άξονα του κτιρίου ανά 50 με 60 εκ., από τοίχο σε τοίχο.
Στη στάθμη του ισογείου τα πατερά φωλιάζονταν στον τοίχο ενώ εδράζονταν ταυτόχρονα στο μέσο του ανοίγματος πάνω σε ένα εγκάρσιο ξύλινο δοκάρι (20*20) εκ..
Στη συνέχεια πάνω στα πατερά καρφώνονται φαρδιές σανίδες πάχους 4 εκ. και πλάτους 30 εκ. και τα οποία διαμορφώνουν το τελικό δάπεδο.
Η επιφάνεια κίνησης (δάπεδο) μπορούσε να αποτελείται από σανίδες, σχιστόπλακες ή και πλίνθους.
Η στέγη και οι μορφές της
Οι στέγες είχαν ως κύριο ρόλο την προστασία του εσωτερικού της κατασκευής και των χρηστών της από τα καιρικά φαινόμενα (ήλιος, βροχή, άνεμος).
Αποτελούνταν από επικλινή επίπεδα έτσι ώστε να είναι ταχύτερη η απομάκρυνση των νερών της βροχής και κυρίως των χιονιών και για να περιορίζονται οι κίνδυνοι να περάσει το νερό, ή έστω ή υγρασία, μέσα στα κτήρια.
Οι στέγες μπορεί να συνίστανται από ένα ή περισσότερα κεκλιμένα επίπεδα προς τις κατακόρυφες πλευρές των κτηρίων.
Συχνά τα κεκλιμένα επίπεδα εξέχουν από την εξωτερική κατακόρυφη επιφάνεια των περιμετρικών τοίχων και σχηματίζουν τις καλούμενες κορωνίδες (γριπίδες), ώστε τα νερά τις βροχής να ρέουν προς το έδαφος, μακριά από τους τοίχους των κτιρίων.
Η στέγη ήταν ελαφριά κατασκευή με πλέγμα ξύλων και επικάλυψη με κεραμίδια.
Αρχικά στα σπίτια υπήρξε η πιο απλή κατασκευή της δίρριχτης στέγης με δύο επικλινή επίπεδα, που στηριζόταν σε όλο το μήκος των μακριών πλευρών της τοιχοποιίας.
Οι στενές πλευρές κατέληγαν σε "κεντρί" (η κορυφή της τριγωνικής απόληξης της τοιχοποιίας).
Η τρίρριχτη στέγη είχε τρία επικλινή επίπεδα και ένα κεντρί, όπου χτιζόταν και η καμινάδα της.
Για την κατασκευή της τρίρριχτης στέγης αρχικά στρώνονταν τα αστραχόξυλα (οριζόντια δοκάρια πάνω στους τοίχους). Κατόπιν έμπαινε η κόρδα για να στηριχτεί ο "παπάς", ο κύριος ορθοστάτης της στέγης. Το ύψος του "παπά" ήταν τέτοιο, ώστε να δίνει μια έντονη κλίση στη στέγη, γύρω στο 40 με 50%.
Μετά σηκώνονταν το 1ο ψαλίδι από την παρειά της στενής πλευράς και το 2ο και 3ο ψαλίδι από τις παρειές της μακριάς πλευράς, προκειμένου να δημιουργηθεί η τριγωνική σκούφια.
Στη συνέχεια σηκώνονταν οι μαχιάδες, οι οποίοι ξεκινούσαν από τις γωνίες του σπιτιού και ενώνονταν με τον "παπά". Ακολουθούσε το σήκωμα των υπολοίπων ψαλιδιών και του "κορφιά", που στηριζόταν στα ψαλίδια χωρίς να ακουμπάει στο κεντρί. Ο σκελετός της στέγης ολοκληρωνόταν με το στρώσιμο των καδρονιών και των κεραμιδιών.
Όλες οι συνδέσεις των ξύλων γίνονταν με καρφιά.
Η διαδικασία σκεπάσματος με τα κεραμίδια άρχιζε με το στρώσιμο από τις γριπίδες.
Η τετράρριχτη με τέσσερα επικλινή επίπεδα, δύο σκούφιες και έναν ή δύο ή και τρεις "παπάδες".
Η σύνδεση της στέγης με την τοιχοποιία γινόταν με την "αστράχα" . Ήταν τα παράλληλα ξύλα (δοκοί), που εδράζονταν σε δύο απέναντι τοίχους, ασύνδετα μεταξύ τους και που επάνω τους στερεώνονταν τα ζευκτά της στέγης (κόρδες, μαχιάδες, ψαλίδια).
Η επικάλυψη της στέγης ήταν το σύνολο των υλικών που τοποθετούνταν πάνω στον φέροντα οργανισμό για στεγάνωση και μόνωση. Τα βασικά υλικά που χρησιμοποιούνταν ήταν το ξύλο (σανίδες), τα κεραμίδια και οι σχιστόπλακες.
Οι καμινάδες ήταν απλές, τετραγωνικές, πέτρινες και προεξείχαν αρκετά από τη σκεπή των σπιτιών. Συχνά οι καμινάδες στην απόληξή τους σκεπάζονταν με όρθια κεραμίδια.
Το μπαλκόνι
Μπαλκόνια δε συνηθίζονταν, αλλά προστέθηκαν σταδιακά μεταγενέστερα.
Αντί μπαλκονιού σε ορισμένα σπίτια συναντάται στον πρώτο όροφο ένας είδος σκεπαστού εξώστη, το χαγιάτι, που οδηγεί στην είσοδο.
Σε μερικές περιπτώσεις το χαγιάτι, κυρίως με μονόρριχτη στέγη, ήταν χτισμένο από τις δύο πλευρές ενώ η τρίτη πλευρά έκλεινε με μια ελαφριά κατασκευή με ξύλινα τελάρα.
Τα είδη του σπιτιού
Τα περισσότερα σπίτια στο Λογκανίκο εξελίχτηκαν στο πέρασμα του χρόνου ανάλογα με τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες των κατοίκων τους .
Το μονόσπιτο είναι ένα μονόχωρο σπίτι με δάπεδο χωματένιο. Αντιστοιχεί ακόμα στη φάση όπου άνθρωποι και ζώα ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Έχουν κοινή είσοδο και η επικοινωνία τους είναι οριζόντια και άμεση. Η κάτοψη χωρίζεται σε δύο περίπου ίσους χώρους, το "αχούρι" για τα ζώα και η "γωνιά" για τους ανθρώπους. Ο διαχωρισμός αυτών των χώρων γινόταν με ένα χαμηλό τοίχο και μια υψομετρική διαφορά με 3-4 σκαλιά. Η κοινή πόρτα αντιστοιχούσε στη γωνιά και άνοιγε σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο, ίσα να στρίψει ένα ζώο για το αχούρι. Στη γωνιά η οργάνωση ήταν στοιχειώδης. Σ' ένα μικρό πεζούλι αξονικά άναβαν φωτιά και ο καπνός διαχεόταν σε όλο το χώρο και έβγαινε από τα κενά της στέγης.
Για την τακτοποίηση των διάφορων πραγμάτων του νοικοκυριού υπήρχαν καθορισμένες θέσεις, χτιστές στους τοίχους: ντουλαπάκια ή τρύπες.
Στο δίπατο (διώροφο) διαχωρίζονται σαφώς τα ζώα από τη διαμονή των ανθρώπων.
Τα ζώα έχουν ιδιαίτερη είσοδο στο "κατώι". Εδώ η εσωτερική επικοινωνία είναι κατακόρυφη και γίνεται με "καταπακτή", το λεγόμενο "καταρράκτη".
Είναι μεγαλύτερο από το μονόσπιτο, έχει τρίκλινη ή τετράκλινη στέγη και περισσότερα ανοίγματα. Εσωτερικά το "ανώι" είναι σ' ένα επίπεδο και χωρίζεται από το κατώι με ξύλινο πάτωμα. Υπάρχουν και προσθήκες μεσοχωρισμάτων (μεσάντρες).
Το τρίπατο (τριώροφο) εκφράζει μια αρκετά διαφορετική αντίληψη για την οργάνωση του χώρου, με κύριο χαρακτηριστικό τη διαφοροποίηση των λειτουργιών. Αντιστοιχεί οπωσδήποτε σε μια νέα φάση οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της κοινωνίας.
Το κύριο σπίτι, με την έννοια της ανθρώπινης διαμονής, είναι το ανώι.
Το μεσαίο τμήμα ή "μεσιανός" καλύπτει τις λειτουργίες τις σχετικές με την παραγωγική δραστηριότητα της αγροτικής οικογένειας (αποθήκευση της συγκομιδής, οικιακών αγαθών, των εργαλείων, κλπ.).
Το κατώι είναι ο χώρος για τα ζώα και την αποθήκευση των ζωοτροφών.
Η επικοινωνία των ορόφων γίνεται βασικά με την εξωτερική σκάλα, που οδηγεί και στην κύρια είσοδο του σπιτιού. Η σκάλα τοποθετείται στην μακριά πλευρά και καταλήγει στη βεράντα. Η βεράντα είναι πάντοτε στεγασμένη και λέγεται "χαγιάτι", ενώ στηρίζεται άλλοτε σε συμπαγή πέτρινη βάση ή σε θόλο, την "καμάρα".
Για την εσωτερική επικοινωνία υπάρχει πάντα ένας καταρράκτης που για βοηθητική χρήση, κυρίως το χειμώνα. Άλλος καταρράκτης μπορεί να συνδέει το μεσιανό με το κατώι .
Το εσωτερικό του σπιτιού
Το εσωτερικό των σπιτιών ήταν σύνθεση από αρχιτεκτονικούς χώρους, που οι διαστάσεις τους ήταν στην κλίμακα ανθρώπου. Ακόμα και στα πλούσια σπίτια οι χώροι υποδοχής δεν ήταν υπέρμετρα μεγάλοι, για να μην ταράζουν την ατμόσφαιρα οικειότητας που τα χαρακτήριζε.
Το εσωτερικό των σπιτιών περιελάμβανε συνήθως 4 χώρους ( δωμάτια ) .
Η κάτοψη του άνω ορόφου
Το πάνω πάτωμα (1ος όροφος) αρχικά αποτελούνταν από δύο χώρους: Τη "σάλα", το μεγάλο δωμάτιο, που περιείχε την είσοδο, και το "χειμωνιάτικο".
Αργότερα προστέθηκαν η "εμπατή" και η" καμαρούλα".
Το "χειμωνιάτικο" ήταν ένα επί το πλείστον σκοτεινό δωμάτιο. Το τζάκι είχε την ιδιαίτερη θέση του μέσα στο σπίτι. Κεντρικά, συνήθως χωμένη στον τοίχο της μικρής διάστασης του σπιτιού , ήταν η καμινάδα, με τη "γωνιά" και το τζάκι.
Το πιο συνηθισμένο σχήμα του τζακιού ήταν αυτό που εξείχε στο δωμάτιο.
Μόνιμη παρουσία στο τζάκι, στο σγουρνί, η πυροστιά ή σιδεροστιά, ένας τριγωνικός μεταλλικός τρίποδας. Αποτελούσε το βασικό εργαλείο της νοικοκυράς, γιατί πάνω σ' αυτό έβαζε κάθε κουζινικό σκεύος (π.χ. τηγάνι, τέντζερη, τσουκάλι, ταψί, σκάρα) για να ετοιμάσει το φαγητό.
Τα βοηθητικά όργανα του τζακιού, εκεί κι αυτά. Η μασιά, για να ανακατεύουν τα κάρβουνα κι η τσιμπίδα, για να τα πιάνουν, όταν σκόρπιζαν .
Ο χώρος στο γείσωμα του τζακιού ήταν πολύ χρήσιμος για τη νοικοκυρά, που τον αξιοποιούσε με τον καλύτερο τρόπο. Εκεί πάνω τοποθετούσε πράγματα αμέσου χρήσεως. Μια σειρά από πήλινα βάζα, το ρολόι του σπιτιού, η λάμπα του πετρελαίου, ένα ανθοδοχείο, το λυχνάρι κι ότι άλλο την εξυπηρετούσε.
Το τζάκι ήταν σκεπασμένο με το "τζακόπανο", το ύφασμα δηλαδή που τοποθετούνταν στο τζάκι, όταν αυτό δε χρησιμοποιούνταν, για να μη φαίνεται η μαυρισμένη εστία..
Μέσα στο πάχος των τοίχων και στο ύψος των χεριών τοποθετούνταν ερμάρια (ντουλάπια) και θυρίδες εμφανείς ή κλειστές, όπου τοποθετούνταν τα σκεύη καθημερινής χρήσης : το "γουδί", το "χαβάνι", οι χάλκινες χύτρες ("τεντζερέδες"), οι κατσαρόλες, τα τσουκάλια, τα χαλκωματένια ταψιά, η πιατοθήκη με τα πιάτα , η κουταλοθήκη , το μπρίκι, οι κούπες, τα ποτήρια του νερού και του κρασιού, το κιούπι ή "κανάτι" με τον πελτέ και το αλάτι, ο "προζυμολόγος" (δοχείο πήλινο με τη ζύμη)- (μαγιά), το ροΐ και το μπουκάλι για το κρασί.
Επίσης στους τοίχους ήταν μπηγμένα πολλά καρφιά, όπου κρέμαγαν πολλές πάνινες σακούλες με τρόφιμα, όπως : τραχανά, χυλοπίτες, παξιμάδια, σταφίδες και άλλα.
Πάνω ψηλά στον τοίχο υπήρχε μια πλατιά τάβλα, μήκους περίπου 2 μέτρων, που πάνω εκεί έβαζαν όλα τα καρβέλια μετά από το ξεφούρνισμα και τα σκέπαζαν μ' ένα στενόμακρο πανί ή το πεσκίρι.
Στον τοίχο κρεμασμένος ήταν κι ο σοφράς ή τάβλα, ένα χαμηλό τραπέζι, συνήθως στρογγυλό, ύψους 20 εκατοστών. Την ώρα του φαγητού το ξεκρέμαγαν και κάθονταν όλοι τριγύρω σε σκαμνάκια.
Σ' άλλο ειδικά διαμορφωμένο χώρο, υπήρχε θέση για το βαρελάκι με το πόσιμο νερό από την κεντρική βρύση του χωριού, απ' όπου το κουβάλαγαν. Σε μια άκρη του δαπέδου υπήρχε μια μεγάλη στάμνα με το νερό της λάτρας.
Το χειμωνιάτικο μπορεί να ήταν στρωμένο με κουρελούδες ή λιοπάνες τρίχινες.
Στο χώρο υπήρχε και ο "γιούκος" με τα πρόχειρα σκεπάσματα, τις κουβέρτες, τα σαγίσματα (κουβέρτες από τρίχα γίδας).
Στο χειμωνιάτικο υπάρχουν το πολύ δύο παράθυρα, ένα στον ανατολικό τοίχο κάτω από τον οποίο έμπαινε ο νεροχύτης και ένα στο δυτικό τοίχο, όπου συνήθως ήταν τοποθετημένο το κρεβάτι που κοιμούνταν οι γέροι γονείς.
Η σάλα ήταν το επίσημο δωμάτιο τους σπιτιού, ο χώρος προβολής της οικογένειας. Εδώ γινόταν η υποδοχή των ξένων (μουσαφίρηδων) αλλά και ο ύπνος. Είχε περιμετρικά 4-5 παράθυρα, που εξασφάλιζαν πλούσιο φως και θέα.
Το δάπεδο ήταν ξύλινο και ή επίπλωση λιτή: Ένα μεγάλο τραπέζι στο μέσο του δωματίου, σκεπασμένο μ' ένα κεντημένο τραπεζομάντιλο, και γύρω-γύρω καρέκλες. Κυρίαρχη θέση πάνω στο τραπέζι ή στον τοίχο κρεμασμένη, είχε η λάμπα πετρελαίου.
Στη σάλα βρίσκονταν και ο μεγάλος γιούκος με τα καλά ρούχα, προικιά της νύφης που ήρθε στο σπίτι ή τα προικιά της ανύπαντρης κόρης. Βελέντζες, μπατανίες και το πάπλωμα για τους επισκέπτες, όλα σκεπασμένα με μια μεγάλη μπατανία.
Τα ρούχα της οικογένειας βρίσκονταν σε ένα παραπέτασμα κρεμασμένα σε πρόκες μπηγμένες στον τοίχο, κρυμμένα με μια μπατανία κι αυτά.
Οι πλούσιες οικογένειες είχαν σιδερένια κρεβάτια, ενώ οι φτωχές είχαν ξύλινες σανίδες, στηριγμένες σε τρίποδα, για να μπαίνει πάνω το στρώμα, που ήταν συνήθως από άχυρο. Τα παιδιά κοιμούνται στο πάτωμα πάνω σε στρωσίδια.
Δίπλα στο κρεβάτι στον τοίχο ήταν κρεμασμένη η "πάντα", ύφασμα λινό ή και βελούδινο με κάποια παράσταση.
Σ` ένα μπαούλο ή κασέλα φυλάσσονταν τα ασπρόρουχα, τα σεντόνια, τα μαξιλάρια, τα χράμια, τα τραπεζομάντιλα, ακόμα και οι παλιές στολές των προγόνων, οι φουστανέλες.
Συνήθως στη σάλα υπήρχε και ένας μεγάλος καθρέφτης και στον τοίχο φωτογραφίες των προσώπων του σπιτιού ή συγγενικά πρόσωπα.
Στην ανατολική γωνιά της σάλας βρισκόταν το εικονοστάσι, σκεπασμένο με το συνήθως άσπρο "εικονόπανο" με κεντημένο σταυρό, και κρεμασμένο μπροστά από αυτό το καντήλι. Μέσα στο εικονοστάσι βρισκόταν η στεφανοθήκη, το μπουκάλι με τον αγιασμό των Φώτων, τα σταυρολούλουδα και το λιβανιστήρι.
Η "εμπαδόν" . Αργότερα ένα δεύτερο μεσοχώρι απομονώνει τη σάλα από την είσοδο του σπιτιού. Έτσι δημιουργείται ένας τρίτος χώρος, η "εμπαδόν", που λειτουργούσε σαν προθάλαμος.
Η "καμαρούλα". Στη συνέχεια στο χώρο της εμπαδόν, ένα τρίτο μεσοχώρι δίνει ένα πολύ μικρό δωμάτιο, την "καμαρούλα", που υπήρξε αρχικά το εργαστήρι της νοικοκυράς (με τον αργαλειό και τα άλλα σύνεργα της υφαντικής) και κάλυπτε άλλοτε τη λειτουργία του ύπνου και άλλοτε την αποθήκευση οικιακών αγαθών (την αλευροκασέλα, το "μπλάστρι", τις καρδάρες, τα τουλούμια με το τυρί, κλπ.).
Εγκαταστάσεις υγιεινής δεν υπήρχαν και μέσα στο σπίτι δεν έφτιαχναν ποτέ αποχωρητήριο.
Το μπαλκόνι ήταν πάντοτε στολισμένο με γλάστρες με βασιλικό, γαριφαλιές, μολόχες και άλλα λουλούδια που περιποιούνταν στοργικά από την νοικοκυρά ή τα κορίτσια της.
Η κάτοψη του μεσιανού
Το μεσιανό χρησιμοποιούνταν κυρίως για αποθήκη, με το βαρέλι του κρασιού (βαγένι), το κασόνι με τους δημητριακούς καρπούς, το "τεπόζιτο" (μεγάλο κυλινδρικό σιδερένιο δοχείο ή το κιούπι (πήλινο σταμνί) με το λάδι, τη "λαήνα" με τις ελιές, την "κάδη" για το γάλα να φτιάξουν το βούτυρο, το δοχείο με το χοιρινό κρέας, τα σακιά με τα φασόλια και τις φακές, τις πατάτες. Στον τοίχο ή το πάτερο (κόρδα) κρεμούσαν τις πλεξούδες με τα κρεμμύδια και τα σκόρδα., τα ρόδια, τα κυδώνια, τα μεγάλα χειμωνιάτικα κολοκύθια και τις "μυζήθρες".
Η κάτοψη του κατωγιού
Το κατώι έχει ξεχωριστή είσοδο από την αυλή και προοριζόταν κυρίως για τα ζώα.
Σε μερικά σπίτια συναντάμε την καμάρα, μια θολωτή κατασκευή του κατωγιού.
Αυτός ο τρόπος κατασκευής του κατωγιού φαίνεται να είναι προγενέστερος του πατώματος, πιθανόν λόγω αφθονίας της πέτρας.
Έτσι το κατώι είναι άλλοτε θολωτό μονόχωρο και άλλοτε χωρίζεται από το ανώι με ξύλινο πάτωμα. Ο κενός χώρος που δημιουργούνταν μεταξύ πατώματος και θόλου λειτουργούσε πολλές φορές και σαν κρυψώνα.
Το κατώι διαμορφώνεται ανάλογα με την κλίση του εδάφους. Ένας ξύλινος καταρράχτης οδηγεί στο κατώι, που μοιράζεται σε δύο κυρίως χώρους : τον "μπλέχτη" (αχυρώνα) και το "αχούρι".
Στο μπλέχτη αποθήκευαν ζωοτροφές (άχυρα, σανά κλπ.). Αυτός χωριζόταν με ένα ξύλινο πλέγμα από τον υπόλοιπο χώρο του κατωγιού, για να μη φτάσουν τα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια), που σταβλίζονταν δίπλα στο αχούρι, τα άχυρα και τα σανά.
Στο αχούρι βρισκόταν και η "πάχνη", άλλοτε μεγάλο ξύλινο κουτί, στηριγμένο σε τέσσερα πόδια και άλλοτε εντοιχισμένη γούρνα από κονίαμα και πέτρες, όπου τοποθετούνταν οι ζωοτροφές για να φάνε τα ζώα.
Η στάβλιση των ζώων στο κατώι γινόταν κυρίως το χειμώνα, προκειμένου να προστατευτούν τα ζώα, που ήταν ανεκτίμητης αξίας για τους αγρότες, από την κλεψιά και τις καιρικές συνθήκες αλλά και για να εκμεταλλεύονται τη ζέστη από τα χνώτα των ζώων.
Στο μπλέχτη που χρησιμοποιούνταν και σαν αποθήκη-ψυγείο, υπήρχε επίσης το βαγένι με το κρασί και αποθηκεύονταν ακόμη τυροκομικά και άλλα ευπαθή προϊόντα.
Η εξέλιξη
Με την πάροδο του χρόνου άλλαζε και η αρχιτεκτονική.
Τα σπίτια που χτίσθηκαν στην τουρκοκρατία και λίγο μετά ήταν μικρά και σκοτεινά, θα τα έλεγε κανείς χαμοκέλες, χτισμένα με χοντρούς τοίχους και μικρά πορτοπαράθυρα.
Μετά, όσο βελτιωνόταν το βιοτικό επίπεδο, τα σπίτια χτίζονταν μεγαλύτερα, ψηλότερα και καλύτερα. Τα παράθυρα μεγάλωναν, ώστε να είναι πιο φωτεινά.
Μετά το 1950 το τσιμέντο έκανε την εμφάνισή του. Πολλοί έφτιαξαν μπαλκόνια και αυλές τσιμεντένιες, όχι ιδιαίτερης καλαισθησίας και άλλοι μεγαλύτερες βεράντες.
Μερικοί χάλασαν τα ξύλινα μπαλκόνια και τα αντικατέστησαν με τσιμεντένια.
Όσα σπίτια χτίσθηκαν από τότε και μετά είχαν πολύ τσιμέντο, που στις καλύτερες περιπτώσεις καλύφθηκε με σοβά και σε άλλες έμεινε γυμνό.
Επίσης έγιναν προσθήκες στα σπίτια, (εξωτερικές κουζίνες, πρόσθετα δωμάτια, εξωτερικοί λουτροκαμπινέδες) που έκαναν τα σπίτια πιο άνετα και λειτουργικά, αλλά χάλασαν την αισθητική τους.
Σήμερα βέβαια πολλά από τα παραδοσιακά αυτά κτίσματα του Λογκανίκου έχουν εγκαταλειφθεί και παραδοθεί στη φθορά του χρόνου, μιας και συμβολίζουν για πολλούς τη φτώχεια του παρελθόντος και η διατήρησή τους θεωρείται περιττή.
Αν και τα τελευταία χρόνια στους Λογκανικιώτες διαφαίνεται μια τάση προς τη διατήρηση, συντήρηση και διάσωση, η ευαισθητοποίηση, ενημέρωση και υποστήριξη σε θέματα διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι ανύπαρκτη. Και αυτό όταν η σωστή αξιοποίηση των κτισμάτων αυτών θα μπορούσε να έχει θετικές οικονομικές και κοινωνικές επιδράσεις, τόσο για το Λογκανίκο, όσο και για την ευρύτερη περιοχή.
Καιρός λοιπόν να μπει η παραδοσιακή αρχιτεκτονική σε ένα σχέδιο ανάπτυξης και ανασυγκρότησης της υπαίθρου.
Ελπίζουμε ότι σιγά-σιγά και προοδευτικά, το χωριό μας να χαρακτηρισθεί παραδοσιακό.
Ποιοι ήταν αυτοί οι ανώνυμοι ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ που δημιούργησαν την ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ;
Οι χτίστες των πέτρινων σπιτιών στις περισσότερες περιοχές της Πελοποννήσου ήταν κυρίως από τα Λαγκάδια (μαστοροχώρι της Γορτυνίας). Η συμβολή των λαγκαδιανών χτιστών στη διαμόρφωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Μοριά υπήρξε σημαντικότατη.
Ποιοι ήσαν όμως αυτοί οι δεξιοί χτίστες που έβαλαν την σφραγίδα τους σε χιλιάδες οικοδομικά έργα στην Πελοπόννησο και στους οποίους οφείλουμε μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του χωριού;
Σύμφωνα με μια άποψη οι Λαγκαδιανοί κατάγονται από τους μαστόρους-εργάτες που στις αρχές του 13ου αιώνα οικοδομούσαν το κάστρο της Άκοβας, υπό την καθοδήγηση των Φράγκων. Καλλιέργησαν την τέχνη τους συστηματικά και την κληροδότησαν στους απογόνους τους. Έτσι δημιουργήθηκε με το πέρασμα των αιώνων η μαστορική παράδοση στα Λαγκάδια.
Ο λαϊκός αρχιτέκτονας ήταν όχι μόνο ένας δοκιμασμένος οικοδόμος, αλλά και ένας έμπειρος μάστορας σε διάφορες τέχνες. Ας σημειωθεί ότι οι πετράδες ήταν ταυτόχρονα και χτίστες και υπήρξαν, με τους ξυλουργούς, από τους καλύτερους οικοδόμους.
Η μαθητεία τους, από γενιά σε γενιά, άρχιζε από την παιδική ηλικία, κοντά στον «πρωτομάστορα» και διαρκούσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους.
Η γνώση των παραδόσεων που ταυτίζονταν με την ιστορία της χώρας τον βοηθούσε να κρατά από τις παραδόσεις τα ζωντανά στοιχεία τους και να τα προσαρμόζει στο έργο του. Έτσι η παράδοση, αντί να μείνει στατική και νεκρή, εξελισσόταν σταθερά και βιώσιμα.
Τα έργα των λαϊκών αυτών αρχιτεκτόνων μαρτυρούν επιμέλεια, γνώση και πείρα στοχαστικού καλλιτέχνη. Φανερώνουν ακόμη την πίστη και την αγάπη, που έτρεφαν για την τέχνη τους.
Στο Λογκανίκο τα σπίτια χτίστηκαν κυρίως από τους Λαγκαδιανούς μαστόρους της Γορτυνίας.
Οι Λαγκαδιανοί μαστόροι, ονομαστοί στο είδος αυτό, δουλεύανε συντροφικά και κουβαλούσαν μαζί τους κι όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη δουλειά τους.
Σε κάθε χωριό που πήγαιναν, δεν έχτιζαν μόνο ένα σπίτι, γι' αυτό και η εργασία τους ήταν ομαδική.
Έφερναν μαζί τους και αρκετά ζώα (κυρίως μουλάρια και γαϊδούρια), για να κουβαλούν τον ασβέστη από το καμίνι, την άμμο από τις ποταμιές, την πέτρα από τα νταμάρια, το νερό από τα πηγάδια ή τις δημόσιες βρύσες και γενικά για όλες τις απαραίτητες εργασίες.