Ο κύκλος της ζωής του ανθρώπου ξεκινά με τη Γέννηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ο πιο σπουδαίος σταθμός, ο πιο σημαντικός στη ζωή ενός νιόπαντρου ζευγαριού είναι ηχρονική εκείνη στιγμή κατά την οποία έρχεται στον κόσμο τοπαιδί. Ο ερχομός ενός παιδιού στη ζωή καθώς και η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου είναι γεγονότα που σημαδεύουν βαθιά τη ζωή μας. Η γέννηση του παιδιού είναι η αφετηρία, θα έλεγε κανείς, στη ζωή του ανθρώπου.
Η Γέννα είναι όχι μόνο η φυσική διαιώνιση του είδους, αλλά και η διαδοχή των γενεών, μέσα στη μικροκοινωνία του χωριού. Αυτή τη γέννα, λοιπόν, όπως γινόταν την παλιά εποχή στο Λογκανίκο, καταγράψαμε κι εμείς, μέσα από τις αφηγήσεις γηραιών Λογκανικιωτών, ανδρών και γυναικών.
Διάφορες δοξασίες, προλήψεις και έθιμα αναφέρονται στην περίοδο πριν, κατά και μετά τον τοκετό.
Εγκυμοσύνη
Διακαής πόθος κάθε ανδρόγυνου και φυσικά και των πεθερικών ήταν η απόκτηση τέκνων. Η ευλογημένη ώρα δεν αργούσε, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις που υπήρχαν προβλήματα υγείας. Η γυναίκα ανακοίνωνε το ευχάριστο γεγονός, δηλαδή την εγκυμοσύνη της και το σπίτι γέμιζε χαρά και ευχές από συγγενείς και φίλους.
Η έγκυος, λεγόταν παλαιότερα στο χωριό «γκαστρωμένη» . Μερικές απέφευγαν από ντροπή να φανερώσουν την εγκυμοσύνη τους, πριν συμπληρώσουν τον 5ο μήνα της κυήσεως, «για να γίνει όμορφο το παιδί».
Από την εγκυμοσύνη της ακόμη η γυναίκα έπρεπε να είναι προσεκτική στο κάθε τι. Αυτό βέβαια ήταν αρκετά δύσκολο μιας και οι δουλειές του σπιτιού ήταν πάρα πολλές και τις περισσότερες από αυτές έπρεπε να τις κάνει η ίδια. Δεν έλειπαν βέβαια και οι φορές που έπρεπε να πάνε στα χωράφια, όπου μερικές μάλιστα γεννούσαν εκεί ή ακόμη και στο δρόμο. Η έγκυος γυναίκα λοιπόν, συνέχιζε να ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού και να δουλεύει στα χωράφια σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της.
Η εγκυμονούσα, όπως και σήμερα συμβαίνει, έπρεπε να απέχει από ορισμένες τροφές, αλλά και από ορισμένες χειρονομίες και πράξεις. Να μη φλυαρεί, να μην κουτσομπολεύει, να μη συγκινείται ή να κλαίει, να μην κακολογεί, γιατί όλα αυτά τα ελαττώματα θα μεταδίδονταν στο κυοφορούμενο. Να βλέπει ωραίες γυναίκες και όμορφους άνδρες, για να γίνει και το παιδί ωραίο. Απέφευγετις δύσμορφες γριές ή γέρους, τους ιδιότροπους και τις παράξενες.
Έπρεπε να εκπληρώνεται η κάθε επιθυμία της εγκυμονούσας στα φαγητά, γιατί αλλιώτικα ήταν σίγουρη η αποβολή της.
Απέφευγε επίσης να πηγαίνει στις κηδείες. Η εξήγηση για μας σήμερα είναι απλή: Μια έντονη συγκίνηση ίσως γινόταν η αιτία για μια άσχημη εξέλιξη της εγκυμοσύνης, πράγμα που θα είχε επιπτώσεις και στο ίδιο το μωρό.Η έντονη συγκίνηση θα μπορούσε να μειώσει ή να σταματήσει το γάλα της και ο θηλασμός -αν λάβουμε υπόψη μας ότι συχνά ξεπερνούσε ακόμη τα δύο χρόνια- ήταν ύψιστης σημασίας για τη μητέρα και το παιδί.
Τις κηδείες έπρεπε να αποφεύγει επίσης μια γυναίκα μετά τον τοκετό μέχρι να σαραντίσει.
Σαν προγνωστικά του γένους του κυοφορούμενου είχαν και έχουν ακόμη, για τ΄ αγόρια, το καθαρό πρόσωπο και την προεξέχουσα κοιλιά της εγκύου και για τα κορίτσια τις «πανάδες» (λειχήνες) στο πρόσωπο και τα εξέχοντα προς τους γλουτούς (πισινούς). Όταν μείνει έγκυος μια γυναίκα, αν έχει διάθεση να τρώει γλυκά θα κάνει αγόρι, ενώ αν θέλει ξινά, κορίτσι.
Προετοιμασία για τη Γέννα – Η νάκα και η κούνια
Τα παλαιότερα χρόνια οι γυναίκες γεννούσαν στο σπίτι τους. . Όσο πλησίαζε ο καιρός της γέννας, στο σπίτι που περίμεναν το ευτυχές γεγονός γινόταν οι σχετικές προετοιμασίες. Η έγκυος καλούσε τη μαμή κι εκείνη, αφού την εξέταζε, αποφαινόταν για το πότε περίπου θα γεννήσει. Υπήρχε πάντα μια περίοδος χάριτος μιας εβδομάδος, πριν ή μετά τη λήξη της 9μηνης κύησης. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι πρακτικές μαμές, παρά την έλλειψη επιστημονικών γνώσεων, σπάνια έκαναν λάθος στην ακριβή ημερομηνία του τοκετού!
Οι γυναίκες του σπιτιού έκοβαν παλιά "φουστάνια", από τους ποδόγυρους έκαναν τις "φασκιές" και από άλλα σημεία τα "κωλόπανα" ή "κωλοπάνια". Στη συνέχεια, τα έβραζαν σε ζεματιστό νερό και τα φύλαγαν σε καθαρό μέρος. Η μέλλουσα μητέρα ετοίμαζε τα απαραίτητα για το μωρό : μποξάδες και ρουχαλάκια.
Ο πατέρας αναλάμβανε να παραγγείλει στον ειδικό τεχνίτη τη νάκα και το μπεσίκι (ξύλινη κούνια). Τις περισσότερες φορές η νάκα και η κούνια αυτή πήγαιναν από μωρό σε μωρό μέσα στην οικογένεια.
Η νάκα ήταν δερμάτινη με μάκρος περίπου ένα μέτρο, πλατύτερη στο πάνω μέρος και στενότερη στο κάτω. Στα πλάγια ήταν προσαρμοσμένα δύο ξύλα που εξείχαν λίγο. Στις εξοχές των ξύλων στήριζαν δερμάτινες λουρίδες, σαν λαβές, για να τις πιάνουν και να μεταφέρουν τη νάκα. Το εξωτερικό της ήταν στολισμένο με χάντρες και δερμάτινα κεντήματα. Τα ξύλα ήταν από παλιούρι (άγριο αγκαθωτό φυτό) για να προστατεύεται το παιδί από το μάτιασμα. Μέσα έστρωναν τα μωρουδίστικα με το μαξιλαράκι στο πλατύ μέρος και ξάπλωναν το μωρό. Περνούσαν μετά τις δυο λουρίδες στον ώμο τους και το κουβαλούσαν όπου πήγαιναν, στην εκκλησία και στα κτήματα. Όταν εργάζονταν, κρεμούσαν τη νάκα σε ένα δέντρο, ώστε το παιδί να είναι προφυλαγμένο και παράλληλα να κουνιέται από το αεράκι. Αν στο σπίτι δεν είχαν μπεσίκι, οι γονείς κρεμούσαν τη νάκα από το ταβάνι κοντά στο κρεβάτι τους για να την κουνούν όταν το μωρό ξυπνούσε και έκλαιγε.
Το μπεσίκι συνήθως κατασκευαζόταν από ξύλο. Είχε μάκρος ένα μέτρο, πλάτος 50-60 εκατοστά και ύψος 60-70 εκατοστά. Τα πόδια του ήταν στο κάτω μέρος κυκλικά για να κινείται με ευκολία πέρα δώθε για να μην κλαίνε και για να κοιμούνται πιο εύκολα τα μωρά. Τα πλαϊνά του ήταν με στενές σανιδούλες (πήχες) για να μην υπάρχει φόβος να πέσει κάτω το μωρό.
Η Μαμή
Πρωταγωνίστρια σε μια γέννα, εκτός από την έγκυο, ήταν η μαμή. Εκείνο τον καιρό, στα χωριάδεν υπήρχαν ούτε μαιευτήρες ούτε μαίες με επιστημονική κατάρτιση. Οι λιγοστοί γιατροί δεν μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν και να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες, γι' αυτό οι πρακτικές μαμές ήταν αρμόδιες για μια γέννα.
Η μαμή, σε κάθε χωριό, ήταν μια γριά ή μια ώριμη γυναίκα, που είχε μαθητεύσει κοντά σε κάποια άλλη πρακτική μαμή και κατείχε την τεχνική του έργου της μαίας κατά τον τοκετό.
Οι υπηρεσίες που πρόσφεραν αυτές οι πρακτικές μαίες, όπως η παροχή ιατρικών συμβουλών, φαρμακευτικών βοτάνων, σιροπιών και αλοιφών για κάθε νόσο, καθώς επίσης και η στάση τους ως συμβούλων κάθε έγγαμης γυναίκας για γυναικολογικά προβλήματα, και πολλές φορές για προβλήματα συζυγικών και οικογενειακών σχέσεων, ήταν πολύτιμες, σ' κείνη την εποχή της έλλειψης ιατρικής περίθαλψης και νοσηλείας. Δεν ήταν πάντοτε αλάθητες, αλλά κανείς αλάθητος σ' αυτόν τον κόσμο! Αξίζει, λοιπόν, κάθε τιμή και έπαινος στις πρακτικές μαμές του Λογκανίκου!
Η μαμή, όπου κι αν ήταν ή ό,τι κι αν έκανε, ήταν υποχρεωμένη από καθήκον, να τρέξει και να βοηθήσει την ετοιμόγεννη κι ανήμπορη γειτόνισσα, να ξεγεννήσει. Την ξάπλωνε στο δωμάτιο του σπιτιού κι αν το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο, στην άκρη του σπιτιού ετοίμαζε με 2 λιόπανα το χώρισμα. Εκεί, αν ήταν και νύχτα, συνέπασχαν όλοι μαζί. Κανείς δεν κοιμότανε. Ήταν όλοι στο πόδι. Ο ένας να ανάψει τη φωτιά, ο άλλος την λάμπα, ο άλλος να ετοιμάσει τα ζωντανά κι ο άλλος να ετοιμάσει το φαγητό. Σωστός συναγερμός.
Η μαμή παρακολουθούσε και βοηθούσε ψυχολογικά την γυναίκα που θα γένναγε. Της άλλαζε στάσεις, της έσπρωχνε την κοιλιά και τέλος, μόλις άρχιζε να φαίνεται το παιδί, με χίλιες δυο προφυλάξεις, το τράβαγε σιγά-σιγά για να το βγάλει στο φως της μέρας.
Όταν έκοβε τον αφαλό, τον έδενε κόμπο ή με σχοινί, που το αποστείρωνε με χαλκό ή καυτό λάδι. Όσο για το ύστερο, που τώρα λέγεται πλακούντας, περίμενε τη φύση να το τακτοποιήσει. Το έκοβε με μεγάλη προσοχή και το έθαβε στη γη, για να μην το φάνε τα σκυλιά. Έβγαζε το μωρό και το σήκωνε ψηλά. Του καθάριζε τη μύτη και το φύσαγε να πάρει την πρώτη αναπνοή.
Ετοίμαζε το πρώτο μπάνιο, τα χαμομήλια και τα σκουτιά (=ρούχα) για να το τυλίξει. Η φασκιά σε πρώτο πλάνο. Οι οδηγίες έδιναν κι έπαιρναν.
Μετά τα γεννητούρια και εφ' όσον όλα πήγαιναν καλά, η οικογένεια δώριζε στη μαμή ένα σαπούνι, ένα ψωμί και χρήματα.
Η μαμή γιάτρευε, με το δικό της τρόπο, τις πρώτες ασθένειες του μωρού.
-Με σκόνη καφέ ή αλεύρι σιταρένιο θεράπευε τα συγκάματα.
-Γιάτρευε το έκζεμα στο κεφάλι, το λεγόμενο "μούρα", αλείφοντας δυο τρεις μέρες με λάδι το ασθενές σημείο.
-Μ' ένα έμπλαστρο από ξερά σύκα διέλυε το πρήξιμο, "το αμπέλι", στα χεράκια ή τα ποδαράκια του μωρού.
- Η μαμή, κάνοντας μαλάξεις με το χέρι της, προσπαθούσε να διορθώσει τυχόν δυσμορφία του κρανίου, της μύτης ή των χειλιών του μωρού.
- Μ' ένα μαντίλι τύλιγε το κρανίο του, για να "σφίξει".
- Ζύμωνε και μαλάκωνε με τα χέρια της αγνό κερί και το άπλωνε, για προστασία, στο "απαλό" του κρανίου του μωρού.
Η μαμή του χωριού δεν ήταν υπεράνθρωπος. Ήταν μια απλή & αγράμματη γυναίκα, που έμαθε την τέχνη απ' τη μάνα της κι απ' τις γριές του χωριού. Το ίδιο πράγμα έκανε κι αυτή. Παρέδιδε τις γνώσεις της και τις εμπειρίες της, στις επόμενες.
Η Γέννα
Επιτέλους έφθανε η μεγάλη μέρα! Όταν μια γυναίκα ήταν έτοιμη να γεννήσει, αμέσως ειδοποιούσαν και έφθανε η μαμή στο σπίτι. Ολόκληρο το σπίτι βρισκόταν πια κάτω από τις εντολές της!
Πρώτη της δουλειά ήταν να εξετάσει την έγκυο, για να διαπιστώσει σε πιο στάδιο εξέλιξης βρισκόταν ο τοκετός. Η εξέταση γινόταν είτε με το δάκτυλο, κολπικά, είτε με απλή ψηλάφηση της κοιλιάς.
Από τις συγγένισσες και τις φιλενάδες της επίτοκης η μαμή διάλεγε δυο - τρεις, ρωμαλέες και έμπειρες, που θαεκτελούσαν καθήκοντα βοηθού μαίας.
Αμέσως καθαριζόταν το δωμάτιο και, αν έκανε κρύο, θερμαινόταν.
Απαγορευόταν η είσοδος σ' αυτό σε όλους, εκτός από τις απασχολούμενες με τον τοκετό.
Έφερναν ένα εικόνισμα της Παναγίας, άναβαν ένα κερί και προσεύχονταν, επίτοκος, μαμή και βοηθοί, για την αίσια έκβαση του τοκετού. Η κατάσταση ήταν πάντοτε αβέβαιη σε μια γέννα και η "εξ ύψους βοήθεια" ήταν απαραίτητη!
Έβραζαν νερό στη χύτρα του τζακιού.
Οι γυναίκες του σπιτιού έτριβαν χοντρό αλάτι, που είχαν τότε για τις οικιακές ανάγκες, και το μετέβαλαν σε πολύ ψιλό.
Μέχρι να φθάσει η ώρα του τοκετού, η μαμή έβαζε την έγκυο να περπατάει μέσα στο δωμάτιο, για να "κατέβει" πιο γρήγορα το παιδί κι εκείνη να πονάει λιγότερο.
Όταν η μαμή έκρινε ότι "ήρθε η ώρα", τοποθετούσε μια καθαρή πετσέτα επάνω στο "σκαμνί" και οι γυναίκες βοηθούσαν την επίτοκο να καθίσει σ' αυτό και να ανοίξει τα πόδια της, για να "πετάξει" πιο εύκολα το παιδί.
Οι γυναίκες έσφιγγαν με τα χέρια τη μέση και την κοιλιά της ετοιμόγεννης, για να "πέσει" πιο γρήγορα το παιδί και να μην ανέβει επάνω το ύστερο και το ... πνίξει!
Η μαμή, γονατιστή ανάμεσα στα σκέλια της επιτόκου, την υποβοηθούσε με κατάλληλες κινήσεις και συμβουλές, κάνοντας το λεγόμενο "ξαγώγισμα", δηλαδή με λαδωμένα δάκτυλα προέβαινε σε κάποια διάνοιξη του κόλπου Η μαμή έβγαζε το μωρό και έκοβε τον ομφάλιο λώρο με μια μεταξωτή κλωστή. Τέλος η μαμή, με κάθε επισημότητα, έπαιρνε στην αγκαλιά της το φασκιωμένο μωρό και το παρουσίαζε, για λίγο, στον πατέρα και στους άλλους συγγενείς, για να δώσει τα "συχαρίκια" και να δεχτεί ένα φιλοδώρημα, ανάλογο με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας και το φύλο του νεογέννητου. Ένα "γερό αγόρι" ήταν ό,τι περίμενε ο κάθε πατέρας! Το κορίτσι γινόταν δεκτό ευχάριστα, μόνο αν ο ερχομός του ακολουθούσε τη γέννηση άλλου ή άλλων αγοριών! Είναι και αυτό δείγμα της πατριαρχικής κοινωνίας που συναντούμε στο Λογκανίκο.
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες εύχονταν στη μητέρα: «Καλά σαράντα, καλά αναθρέμματα και καλά δυναμώματα». Στη δε μαμή «πάντα άξια». Στο παιδί πρόσφεραν λίρα, αν είχαν, ή ασημένια δίφραγκα, με την ευχή «χώμα να πιάνει και μάλαμα να γίνεται». Στη συνέχεια καλούσαν τον παπά να διαβάσει τη σχετική ευχή και να κάμει αγιασμό, ο οποίος έπρεπε να διατηρείται μέχρι να σαραντίσει το νεογνό και με αυτόν άγιαζαν κάθε εισερχόμενο στο σπίτι.
Τρεις ημέρες μετά τη γέννηση του μωρού το επισκεπτόταν στο σπίτι η γυναίκα που είχε βοηθήσει στη γέννα. Του έκανε το πρώτο μπάνιο και του χάριζε κάτι. Η ίδια γυναίκα μετά από μια βδομάδα έβαζε στάχτη με ούζο στη πλάτη του μωρού, αν αυτό είχε κιτρινάδα και με ένα ξυράφι του ξύριζε ελαφρά την πλάτη.
Αν το νεογέννητο κινδύνευε να πεθάνει αμέσως μετά τη γέννα και δεν βρισκόταν ιερέας εκείνη την ώρα, τότε η μαμή το ύψωνε προς την ανατολή και έλεγε: "Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος σε ονομάζω.....': και του έδινε ένα όνομα, επειδή δεν έπρεπε το παιδί να πεθάνει αβάπτιστο.
Το Μωρό
Αν το νεογέννητο δεν έκλαιγε, η μαμή το τσιμπούσε για να κλάψει ή το "τίναζε". Αν και πάλι η προσπάθεια δεν είχε αποτέλεσμα, το τσιμπούσε στον πρωκτό με ένα λεπτό κούφιο καλαμάκι. Έπρεπε, οπωσδήποτε, το μωρό να κλάψει, για να πεισθούν ότι "έχει ζωή".
Η μαμή έπλενε το νεογέννητο σε χλιαρό νερό. Τη θερμοκρασία του νερού τη δοκίμαζε με τον αγκώνα της. Εάν το σημείο αυτό του χεριού της ανεχόταν τη θερμότητα, τότε ήταν κανονική για το μωρό.
Μετά το πλύσιμο, έπαιρνε τριμμένο αλάτι και πασπάλιζε το σώμα του μωρού, για να μην μυρίζει άσχημα, όπως έλεγαν, όταν μεγαλώσει. Κάποιες μαμές το "αλάτισμα" το έκαναν διαλύοντας το αλάτι μέσα στο χλιαρό νερό του μπάνιου. Το μωρό θα έμενε αλατισμένο για τρεις μέρες.
Η μαμή λέρωνε τα δάχτυλα της στη μαυρίλα του τζακιού και έκανε στο πρόσωπο του μωρού μια μουντζούρα, για να μην το ματιάζουν.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τότε φάσκιωναν τα μωρά για αρκετό χρονικό διάστημα. Τα τύλιγαν στις "φασκιές" και στα "κωλοπάνια" σφικτά, φροντίζοντας το κορμί, τα χέρια και τα πόδια να είναι σε ευθεία θέση, για να γίνουν ευθυτενή.
Το σύστημα του φασκιώματος του μωρού, τουλάχιστον στον ύπνο, θα έπρεπε να συνεχιστεί επί ένα χρόνο περίπου.
Πριν το πρώτο του γάλα, το μωρό έπρεπε να πιει ζουμί από δηλητηριώδη έντομα (σφήκα, σκορπιό, μέλισσα, σκούρκο).
Σύμφωνα με τη διαιτητική της πρακτικής μαμής, το μωρό έπρεπε να θηλάζει μέχρι δυο και τριών χρονών. Όταν γινόταν ενός έτους, μπορούσε να πάρει και άλλες τροφές, οι οποίες όμως, προηγούμενα, θα είχαν μασηθεί λίγο από τη μητέρα.
Κατά την περίοδο του θηλασμού τύλιγαν ένα λουκούμι σ' ένα τουλπάνι και το κρεμούσαν με σπάγκο από κάποιο σημείο της κούνιας. Έτσι το μωρό, πιπιλώντας το τουλπάνι, ξεγελούσε τη πείνα του και δεν έκλαιγε!
Αν πονούσε ο λαιμός του μωρού άλειφαν το λαιμό του με ένα ειδικό μελάνι .
Υπήρχε και εθιμική πρόβλεψη για το μέλλον του παιδιού, ανάλογα με τη μέρα της γέννησης του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το λαϊκότραγούδι που προφητεύει:
"Δευτέρα, Τρίτη πλούσιος,
Τετάρτη κακογραμμένος,
Πέμπτη κακορίζικος,
Παρασκευή ο ξένος
και το Σαββατοκύριακο ο αντρειωμένος."
Τα παιδιά που γεννιόνταν στον 7ο μήνα από τη σύλληψή τους και τα οποία ζούσαν, τα έλεγαν «εφταμηνίτικα» ή «πρόωρα».
Για τα δίδυμα εξέφραζαν τη συμπάθειά τους λέγοντας: «Η καημένη η μάνα πως θα τα μεγαλώσει».
Έτσι γεννιόταν τα παιδιά εκείνον τον παλιό και όχι και τόσο καλό καιρό. Και αυτά τα παιδιά έγιναν άνδρες και γυναίκες, που έγραψαν με το μόχθο τους και την αξιοσύνη τους τη νεότερη ιστορία του όμορφου χωριού μας!
Η Λεχώνα
Και η λοχεία, περίοδος δύσκολη και κουραστική για μια γυναίκα, που την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σωματικά και ψυχικά, είχε τους άγραφους κανόνες της. Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλά ήταν αυτά που έπρεπε να αποφεύγει μια λεχώνα, για να μη της κοπεί το γάλα.
Την πρώτη μέρα το φαγητό της λεχώνας ήταν μόνο "κρεμμυδοζούμι", δηλαδή μια σούπα ζεστή, που μαγείρευε η μαμή με πολλά κρεμμύδια, ρύζι και λάδι. Επίσης την πρώτη μέρα της έδιναν και πολλά τσάγια.
Η λεχώνα, επί οκτώ ημέρες, δεν έπινε κρύο νερό και δεν έτρωγε ούτε κρέας και ψάρι ούτε ψωμί ούτε κάτι αλμυρό.
Για οκτώ μερόνυχτα η λεχώνα δεν σηκωνόταν καθόλου από το κρεβάτι, για να "κλείσει", όπως πίστευαν.
Η λεχώνα τις πρώτες μέρες ποτέ δεν έπρεπε να κοιμάται μόνη καθώς είναι επιρρεπής στα κακά πνεύματα
Η λεχώναδεν έπρεπε να δέχεται επισκέψεις μετά τη δύση του ήλιου, δοξασία που κυριαρχεί και στις μέρες μας, ακόμα και στις πόλεις. Αν υπήρχε απόλυτη ανάγκη, τότε θυμιάτιζαν καλά τον εισερχόμενο με λιβάνι, τον "σταύρωναν" και άφηναν έξω από το σπίτι τα παπούτσια του, το πανωφόρι του και το καπέλο του.
Όσοι επισκέπτονταν το σπίτι της λεχώνας της πήγαιναν κρασί ή τηγανίτες και, αν την επισκέπτονταν μετά τη δύση του ήλιου, δεν έπρεπε να πάρουν τίποτε από το σπίτι της.
Δεν επιτρέπονταν να αφήσει η λεχώνα έξω απλωμένα ρούχα δικά της ή του μωρού μετά τη δύση του ήλιου.
Για 40 μέρες δεν έβγαινε έξω και δεν έμενε ούτε ένα λεπτό μονάχη!
Μετά το σαραντάημερο η πρώτη έξοδος της λεχώνας ήταν η επίσημη μετάβαση της με το νεογνό στην εκκλησία, με την συνοδεία των δικών της, για να ευχαριστήσει το θεό και να πάρει την ευχή της εκκλησίας. Αν υπήρχε ανάγκη εξόδου νωρίτερα, μπορούσε να γίνει με τη συμπλήρωση εικοσαήμερου, οπότε έπαιρνε ευχή "μισού σαραντισμού". Πήγαινε ακόμη με την οικογένειά της στο σπίτι της μητέρας της, η οποία τους έκανε το τραπέζι.
Αν τύχαινε μια λεχώνα να συναντήσει άλλη λεχώνα έπρεπε να της γυρίσει την πλάτη. Η λεχώνα δεν έπρεπε να φυσά τη φωτιά, ακόμη έπρεπε να έχει τη φτέρνα της ανάμεσα στα σκέλια, όταν καθόταν καταγής.
Η μητέρα απέφευγε να βγάζει το μωρό της έξω τη νύχτα, για να μην αρρωσταίνει και να μη ματιάζεται από τους ζηλιάρηδες.
Ο σύζυγος έπρεπε να έρχεται νωρίς από την εργασία του στο σπίτι και τα παπούτσια του τα άφηνε έξω από την πόρτα, ώστε τα κακά να μένουν έξω από το σπίτι .
Με όλα αυτά τα έθιμα καλυπτόταν η προστασία της υγείας της λεχώνας και η ασφάλειά της, στην περίοδο αδυναμίας που βρισκόταν.
Η Βάπτιση
Η βάπτιση δεν έχει τη λαμπρότητα του γάμου, όμως είναι και αυτή κάτι το ξεχωριστό στη ζωή του αντρόγυνου. Όταν μάλιστα είναι το πρώτο παιδί δοκιμάζουν εξαιρετική χαρά, που το απέκτησαν και έγιναν μπαμπάς και μαμά. Το παιδί απ΄ εδώ κι εμπρός αποτελεί πηγή μεγάλης χαράς και οικογενειακής ευτυχίας.
Συνήθιζαν κάποτε να βαπτίζουν τα μωρά , όταν ήταν δεκαπέντε περίπου ημερών και άλλοτε όταν ήταν δύο ή τριών μηνών. Σήμερα συνήθως βαπτίζουν τα μωρά όταν είναι λίγο μεγαλύτερα.
Παλιά, ο τρόπος επιλογής του αναδόχου ήταν απλός: το πρώτο παιδί μιας οικογένειας, το βάπτιζε αυτός που ήταν κουμπάρος στο γάμο του ζευγαριού. Πολλές φορές μάλιστα, όταν το πρώτο παιδί ήταν κορίτσι και το δεύτερο αγόρι, βάπτιζε και το δεύτερο. Σήμερα αυτό το έθιμο δεν ακολουθείται πάντα, ανάλογα με τις επιθυμίες των γονέων. Οι γονείς φροντίζουν και διαλέγουν τον κουμπάρο. Προτιμούν συνήθως συγγενικά πρόσωπα ή πολύ γνωστά και φιλικά, διότι πιστεύουν ότι το παιδί «θα πάρει από το νουνό» . Το όνομα του παιδιού ήταν τις περισσότερες φορές επιλογή των γονέων, οι οποίοι και έδιναν συχνά στα παιδιά τους το όνομα κάποιου παππού ή γιαγιάς του.
Εάν κάποιος ξεκινήσει να βαφτίζει παιδιά, πρέπει όλα του τα βαφτιστήρια να είναι του ίδιου φύλου, δηλαδή όλα αγόρια ή όλα κορίτσια. Αυτό συμβαίνει γιατί τα βαφτιστήρια, όντας πνευματικά παιδιά του ίδιου ανθρώπου, θεωρούνται αδέλφια και γι' αυτό δεν θα επιτρεπόταν ένας πιθανός γάμος μεταξύ τους. Αν τα βαφτιστήρια είναι όλα του ίδιου φύλου, δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα.
Ο κουμπάρος την Τρίτη ημέρα μετά τη γέννηση του παιδιού, επισκεπτόταν το νεογέννητο και το ασήμωνε με χρήματα στα οποία έπρεπε να υπάρχει και κέρμα. Αυτό ήταν το «κέρασμα» και η επισφράγιση του κουμπαριού. Μετά οριζόταν η μέρα που θα γινόταν το μυστήριο και τρεις μέρες πριν γίνει το κάλεσμα του κουμπάρου. Το κάλεσμα-ένα πιάτο κουραμπιέδες, ένα μπουκάλι μαστίχακαι ένα μάτσο λουλούδια της εποχής-του το έφερνε ένα παιδί. Ο κουμπάρος όριζε τον παρακούμπαρο και τους άλλους που θα τον συνόδευαν και που ήταν συνήθως στενοί συγγενείς. Ο αριθμός των συνοδών δεν έπρεπε να είναι ζυγός αριθμός αλλά μονός, δηλαδή 3,5,7,9 κλπ.. Το ζυγό αριθμό τον θεωρούσαν αντιθρησκευτικό, γιατί τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ήταν τρία, ο Χριστός έμεινε στον τάφο τρεις μέρες, οι πρώτοι διάκονοι ήταν εφτά, ο Χριστός με τους Αποστόλους δεκατρείς κλπ..
Μετά την τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος γύρω από το λαιμό του κουμπάρου ή κουμπάρας περνούν μια μεγάλη πετσέτα, εντός της οποίας θέτουν το/τη νεοφώτιστο/τη. Την κρεμούν «στο λαιμό του» με όλες τις ευθύνες, τις οποίες συνεπάγεται γι΄ αυτόν ή γι΄αυτήν το ιερό του βαπτίσματος μυστήριο. Έτσι όπως είναι φορτωμένος ξεκινά για να το παραδώσει στη μητέρα, στην οποία και συνιστά, όπως επί δώδεκα χρόνια του το φυλάει από νερό, φωτιά, γιαλό, πηγάδι και κάθε κακό. Η μητέρα κάμει 3 μετάνοιες στο νονό, ασπάζεται το χέρι του και παίρνει το παιδί της, ενώ ο ιερεύς προσφέρει σ΄ αυτήν ένα ποτήρι κρασί, για να διατηρήσει το γάλα της άφθονο και της εύχεται «να το θρέψει και να το κάμει μεγάλο παλικάρι ή κοπέλα». Επακολουθούν κατόπιν συγχαρητήρια και ευχές. Την πρώτη ευχή την έπαιρνε ο νουνός την ώρα που παρέδιδε το παιδί στη μητέρα του, όταν ένας από τους καλεσμένους του τον σήκωνε στην αγκαλιά του τρεις φορές μαζί με το παιδί και του έλεγε: «Άξιος, άξιος, άξιος». Εάν το παιδί ήταν αγόρι, οι καλεσμένοι του εύχονταν : «Άξιος, έβαλες λάδι, να βάλεις και στέφανα», γιατί υπήρχε η παράδοση ο νουνός να στεφανώνει τον αναδεξιμιό. Εάν ήταν κορίτσι, του εύχονταν : «Και σερνικό να βαπτίσεις, άξιος».
Μετά το μυστήριο της βάπτισης οι καλεσμένοι έτρωγαν και γλεντούσαν στο σπίτι των γονέων του παιδιού. Έπαιρνα τον κουραμπιέ και το τσίπουρο και συνέχιζαν με μεζέ και κρασί. Στο γεύμα εκτός του κουμπάρου και της συνοδείας του, ελάμβαναν μέρος οι παππούδες, οι γιαγιάδες και πολύ στενά συγγενικά πρόσωπα. Σε λίγο ερχόταν το κέφι και άρχιζαν τα τραγούδια και το χορό. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν και όργανα. Πρώτος στο χορό έμπαινε ο νουνός και τον βοηθούσε η μητέρα του βαπτισθέντος παιδιού. Ο χορός άρχιζε με το τραγούδι :
Το λένε οι κούκοι στα βουνά
Και οι πέρδικες στα πλάγια
Το λέει και ο πετροκότσυφας
από μέσα από τη φωλιά του.
Κι ο Γιώργος πέρα πέρασε
πάει με τους κουμπάρους
πάει να βαπτίσει ένα παιδί
να βάλει τ` όνομά του.
Το βάπτισε, το μύρωσε
κι έβαλε τα` όνομά του.
Το βάπτισε, το μύρωσε
και ……. τ` όνομά του.
Το γλέντι βαστούσε πολλές ώρες και μερικές φορές μέχρι πρωίας. Οι άντρες μάλιστα, αν ήθελαν, συνέχιζαν το γλέντι καις στις ταβέρνες.
Ο κουμπάρος έπρεπε να κοινωνήσει το βαφτιστήρι του τρία Σάββατα ή Κυριακές. Κατόπιν την ευθύνη αυτή αναλάμβαναν οι γονείς.
Το πρώτο Πάσχα μετά τη βάπτιση του παιδιού, συνηθιζόταν να επισκέπτονταιο νονός και η νονά το βαπτιστικό τους, χαρίζοντάς του ένα δώρο και τη λαμπριάτικη λαμπάδα του. Αυτό γινόταν μέχρι τα 12 χρόνια περίπου του παιδιού.
Στειρότητα
Είναι γνωστό ότι αρκετά αντρόγυνα, τουλάχιστον κατά το παρελθόν, για λόγους άσχετους της θελήσεώς τους δεν μπορούσαν και δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδιά.
Η ατεκνία ήταν στίγμα, που καμιά αλοιφή και κανένα βότανο δεν μπορούσε να το εξαφανίσει. Στις γειτονιές τα κακόγουστα κουτσομπολιά και τα κακοπροαίρετα σχόλια «έδιναν και έπαιρναν». Στο στόχαστρο της κοινωνίας μόνιμα βρίσκονταν οι παντρεμένες που δεν έπιαναν παιδιά. Τις γυναίκες αυτές τις έλεγαν άκληρες, άτεκνες, χαραμοψώμες και σαπο…τέτοιες.
Γενικότερα η άτεκνη γυναίκα ένοιωθε ένοχη απέναντι στον άντρα της και αντιμετώπιζε την ψυχρή συμπεριφορά όχι μόνον του ίδιου του συζύγου της, αλλά και των συγγενών του.
Η ατεκνία, και αυτό είναι βέβαιο, ενοχλούσε και πίκραινε εξίσου και τους δύο συζύγους γι` αυτό και κατέφευγαν πολλές φορές σε γιατροσόφια .
Οι γυναίκες που είχαν πρόβλημα μετέρχονταν και άλλους τρόπους. Κάποιες φορούσαν στο λαιμό τους «περίβαλτο φυλαχτάρι», που ήταν φτιαγμένο από την οπλή (νύχι) αρτιγέννητου (νεογέννητου) μουλαριού, που δεν είχε προλάβει ακόμη να πέσει.
Οι στείρες γυναίκες πίστευαν ότι αύξαναν τις πιθανότητές τους να πιάσουν παιδί, αν έτρωγαν πίτα από φούρνο που άναβε πρώτη φορά. Γονιμικό ήταν επίσης το να καθίσει η αδυνατούσα να συλλάβει, επάνω στα λιθάρια μύλου που γύριζαν πρώτη φορά.
Δεν είναι λίγες οι φορές που άτεκνα ζευγάρια ή με προβλήματα στην εγκυμοσύνη, κάνουν Tάξιμο στους Άγιους και κυρίως στην Παναγία για απόκτηση υγιούς παιδιού. Έτσι πολλές φορές μπορεί ένα παιδί να ονομαστεί από τον άγιο - προστάτη του ή να πάρει κάποιο επίθετο της Παναγίας σαν όνομα..
Άλλα έθιμα
Μετάτη γέννατύλιγανμε πανίτη λεχώνα, από το στήθος ως τα νεφρά , γιανα μην πρηστεί.
Επίσηςφάσκιωναν το νεογέννητο, προσέχοντας να μην τυλίξουν(!) κανένα κακό μέσα, και του έβαζαν φυλαχτά.
Οκτώ μέρεςδεν έκανε να τη δουν τα άστρα, κι ότανσηκωνότανπατούσε ένα σίδερο.
Αν κάποια γυναίκα έκανε παιδιά, αλλά όλο κορίτσια, θα μπορούσε να βαφτίσει αγόρι για να αλλάξει και τη δική της τύχη ή να δώσει στο τελευταίο της κορίτσι, το όνομα Σταμάτα , για ευνόητους λόγους.
Οι έγκυες προστατεύονται από τον Άγιο Ελευθέριο (καλή λευτεριά = καλή γέννα) και τιμούν επίσης και τον Άγιο Ευστάθιο για να «σταθεί» (να ζήσει) το παιδί, τον Άγιο Σπυρίδωνα, για να μην έχει σπυριά και τον Άγιο Συμεών για να μην έχει κάποιο σημάδι ή ελάττωμα.
Άλλα έθιμα απαιτούν το παιδί να μην κουρευτεί μέχρι τη βάπτισή του. Ακόμα και τα νύχια του που κόβονται πριν τη βάπτιση, θα πρέπει να φυλαχτούν και να ριχθούν στην κολυμπήθρα.