Γεωμετρική εποχή :
Εντοπισμός νεκροταφείου, με χρήση ταφικών πίθων, στη θέση Γιαννόλακα του Λογκανικιώτικου κάμπου.
Ειρηνική προσάρτηση της Βελμινάτιδος χώρας στο Σπαρτιατικό κράτος και υπαγωγή της Βελεμίνας στο καθεστώς των περιοικίδων οικισμών.
Δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ. : Πρώτος Μεσσηνιακός Πόλεμος.
Με ορμητήριο τη Βελεμίνα οι Σπαρτιάτες προσαρτούν τη χώρα των Αιγύτων (κοιν. Καμάρα-Επαρχία Μεγαλόπολης) και την Σκιρίτιδα (ΒΑ των πηγών του Ευρώτα).
Μέσα 7ου αιώνα π.Χ. – Πρώτο μισό 4ου αιώνα π.Χ. :
Το σύνολο των οικισμών της Βελεμίνας, στα ΒΑ του Λογκανικιώτικου κάμπου, προσκείμενη στη Σπάρτη (φυλετικά και ιδεολογικά) αποτελεί την περίοδο αυτή βασικό συγκοινωνιακό κόμβο με μεγάλη στρατηγική σημασία. Η χώρα της Βελεμίνας αποτελεί έναν από τους τελευταίους ασφαλείς σταθμούς της λεωφόρου του Ευρώτα. Το πέρασμα της Τσεμπερού σήμαινε είσοδο σε εχθρική περιοχή, αφού πάντοτε το υψίπεδο της Ασέας παρέμεινε κτήση των Αρκάδων.
Η αμαξήλατος αυτή οδός, η σημαντικότερη λεωφόρος της Πελοποννήσου-η διαγώνιός της- που οδηγούσε από Ευρώτα και Αλφειό στην Ολυμπία, μπορεί να διακριθεί σε δύο τμήματα. Το ένα του καθεαυτού Ευρώτα, μέχρι δηλαδή τις πηγές του Λογαρά, στην κοινότητα Λογκανίκου και από εκεί το άλλο τμήμα της οδού με δύο κύρια σκέλη για την Αρκαδία και την υπόλοιπη Ελλάδα. Η πορεία του δρόμου μέχρι τις πηγές του Ευρώτα, τη Βελμινάτιδα χώρα, είναι σε γενικές γραμμές γνωστή και λεπτομερώς περιγράφεται από τον Παυσανία (ΙΙΙ 20.8-21.3). Από τη Σπάρτη μέχρι την Πελλάνα ο περιηγητής μνημονεύει μία σειρά πληθώρα μνημείων και ιερών κατά μήκος της λεωφόρου και της κοίτης του ποταμού, ενώ η αναφορά του στη Βελεμίνα μαρτυρεί ότι πιθανότατα δεν προχώρησε βορειότερα της Πελλάνας.
Για την πορεία της στρατιωτικής οδού της Σπάρτης, με τόσες εκστρατείες που έκανε η τελευταία, επόμενο ήταν να υπάρχουν μνείες των αρχαίων πηγών. Ήδη ο W. Loring (47/8) συγκέντρωσε τα σχετικά χωρία.
Το 479 π.Χ. καθοδόν για Πλαταιές σταθμός της στρατιάς, υπήρξε η Βελεμίνα και το Ορέσθειον, όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος (ΙΧ 11,2) και ο Πλούταρχος (Αριστ. 10,9). Μια μεγάλη στρατιά των Λακεδαιμονίων (πανδημεί), που γνωρίζουμε ότι χρησιμοποίησε το δρόμο, είναι αυτή του θέρους 419 π.Χ. –«Άγιδος Αρχιδάμου βασιλέως ηγουμένου… ες Λεύκτρα της εαυτών μεθορίας» (Θουκ. V 54,1).
Το 418 π.Χ. στη Βελεμίνα και στο Ορέσθειον (Ανεμοδούρι) συγκέντρωσε ο Άγις τη στρατιά του, «πανδημεί οξεία και οία ούπω πρότερον» (Θουκ. V 64.33) και προχώρησε για τη Μαντινική. Σύμφωνα με τους ερευνητές Ιωάν Πίκουλα, W. Loring, W.M.Leake, H. Hitzing-H. Blummer, R. Howell, SI. Dusanic W. K. Pritchett, η γύρω από το χελμό υδατοβριθής περιοχή, που διαρρέεται από τον Ευρώτα, ταυτίζεται αδιαφιλονίκητα με τη Βελμινάτιν χώραν (Πολ. ΙΙ54.3) τον agrum Belbinatem (Liv.XXXVIII 34.8), «η οποία Πελλάνας δε εκατόν στάδια απέχει Βελεμίνα και μάλιστα άρδεσται πέφυκεν, ήντινα διοδεύει μεν του Ευρώτα το ύδωρ παρέχεται δε αφθόνους και αυτή πηγάς» (Παυσαν. ΙΙΙ 21.3). Οι αρχαίες πηγές περιγράφουν με μεγάλη σαφήνεια την περιοχή και τη μορφολογία της ενισχύοντας την ταύτιση. Με τη βελμινάτιδα χώρα και το οικιστικό της κέντρο τη Βελεμίνα συνδέεται και το αρχαίο οχυρό του Χελμού. Οι πηγές παραδίδουν την ύπαρξη σημαντικού οχυρού στην περιοχή που το χαρακτηρίζουν ως το καλούμενον Αθήναιον, εμβολή δε της Λακωνικής το χωρίον εστί (Πλουτ. Κλεομ. 4). Το οχυρό χωρίον Αθήναιον ταυτίστηκε ήδη από το W. Loring με τις οχυρώσεις του Χελμού.
Για πολλές άλλες στρατιές της Σπάρτης γνωρίζουμε ότι ακολούθησαν τον Ευρώτα. Καθοδόν για την Αρκαδία, χωρίς όμως να υπάρχουν ρητές αναφορές των πηγών. Αμέσως μετά τη μάχη των Λεύκτρων, το χειμώνα του 371/0 π.Χ. ο Αγησίλαος εξεστράτευσε και κατέλαβε την Εύταια (Ξεν. Ελλ. VI 5,12). Ο Αγησίλαος αναμφίβολα ανέβηκε από τον Ευρώτα μέχρι τη Βελμινάτιδα. Από εκεί θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη διάβαση της Λαγκάδας (Μετόχι στην Αγία Ειρήνη) που οδηγεί κατευθείαν στην Εύταια. Το χωρίον που περιγράφει την επιστροφή του αποδεικνύει ακριβώς ότι ακολούθησε τον κλασικό δρόμο αφού, «τους μεν Σπαρτιάτας απέλυσεν οίκαδε τους δε περιοίκους άφηκεν επί τας εαυτών πόλεις» (Ξεν. Ελλ. VI 5,21). Η πρώτη εκστρατεία του Θηβαίου Επαμεινώνδα στη Λακωνική (χειμώνας 370/369 π.Χ.) σήμανε την αποδέσμευση μεγάλου μέρους των πρώην περιοικίδων περιοχών από την επικράτεια της Σπάρτης. Τα όρια των Αρκάδων μετακινήθηκαν αρκετά νοτιότερα, σε σημείο αδιανόητο για την αρχαϊκή Σπάρτη. Η Βελεμίνα από τους ιστορικούς χρόνους εκείνους μέχρι την Pax Romana της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποτέλεσε σημείο διαμάχης ανάμεσα στη Σπάρτη και τη Μεγαλοπολιτική χώρα.
Η πρώτη, τουλάχιστον, η μόνη γνωστή, αντίδραση της Σπάρτης, ήταν η εκστρατεία του Αρχιδάμου, το 368 π.Χ., όπου τις παραμονές της Αδάκρυος μάχης (στενοπορία Γραικού-Χάνι του Λαδά) έχουμε μια ακόμη ένδειξη για χρήση της λεωφόρου του Ευρώτα δια μέσου Βελεμίνας. Η τελευταία ένδειξη που έχουμε για τη χρήση της οδού από στρατιά, είναι κατά την εκστρατεία του Αρχιδάμου το 353/2 π.Χ. .
Η αλλαγή των συνθηκών στην περιοχή, αλλαγή που επέφερε ο πολιτισμός της Μεγάλης Πόλεως, πρέπει να υποβάθμισε τη σημασία ειδικά του Ανατολικού σκέλους, αυτό δηλαδή από Βελμινάτιδα, δυτικές υπώρειες Τσεμπερούς μέχρι το Ορέσθειον (Παλιόλακκα Ανεμοδουριού). Οι πηγές στο εξής σιωπούν. Ο Παυσανίας όπως αναφέρθηκε, παραδίδει το κυρίως τμήμα της οδού από Σπάρτη μέχρι Βελμινάτιδα (ΙΙΙ 20.8-21,3) και από Μεγαλόπολη μέχρι Βελεμίνα (VIΙΙ 35,3-4), το Δυτικό, αυτό που εμφανίζεται και στην Tabula Peutingeriana, μία ακόμη ένδειξη ότι το Ανατολικό σκέλος είχε υποβαθμιστεί. Η μάχη της Μαντίνειας το 362 π.Χ. ίσως να απέφερε ορισμένα εδαφικά κέρδη για τη Σπάρτη, τουλάχιστον πρέπει να κράτησε τη Σελλασία, τη Βελαμίνα και ίσως τις καρυές (;). Στην εκστρατεία του 353/2 π.Χ. ο Αρχίδαμος πρέπει να οριστικοποίησε μια προς βορρά μικρή επάνοδο της Σπαρτιατικής επικράτειας, τουλάχιστον όσον αφορά τη Βελμινάτιδα χώρα. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (καλοκαίρι του 338 π.Χ.) ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας κατήλθε στη Πελοπόννησο και ανάμεσα στα άλλα απέδωσε στο Μεγαλοπολίτικον τη Βελμινάτιδα.
Βιβλιογραφία:
1.Δοξιάδης, Κ.Α., Η Μέθοδος για την Έρευνα των Αρχαίων Ελληνικών Οικισμών, Αθήνα 1972, Α.Τ.Ο. αρ. 2.
2.Kirsten E., Οι περίοικοι της Σπάρτης, Πρακτικά Α΄Διεθν. Συν. Πελοπ/κών Σπουδών, Σπάρτη 7-14/9/1975, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 6, τόμ. Α΄, 99-108.
3.Γ.Α.Πίκουλα, Τοπογραφικά Αίγυος και Αιγύτιδος, Πρακτικά Α΄Τοπ. Συν. Λακωνικών Μελετών, Μολάοι 5-7/6/1982, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 9, σς. 257-267. Του ιδίου, Συμβολή στην Τοπογραφία της Σκιρίτιδος hopoc 5 (1987).
4.Σουχλέρης Λεων., Ο Λογκανίκος από την αρχαιότητα ως τη Βυζαντινή εποχή.
Η Βελμινάτιδα χώρα στους Ελληνιστικούς χρόνους επανεντάσσεται στο Σπαρτιατικό κράτος, ως αποτέλεσμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων που διεξήγαγε ο Κλεομένης Γ΄ κατά τον ομώνυμο πόλεμο 228/7-222 π.Χ. όπου όχι μόνο επανέφερε τα όρια, πέρα της Βελεμίνας και του Χελμού, αλλά πραγμάτωσε και το όνειρο της μετακλασικής Σπάρτης με την κατάληψη και δήωση της Μεγάλης Πόλεως το 223/2 π.Χ..
Στην ίδια εποχή ανάγονται και οι οχυρώσεις στο προβούνι του Χελμού, στο Λογκανικιώτικο κάμπο. Στη μάχη της Σελλασίας το 222 π.Χ. οι Μεγαλοπολίτες ανακτούν πάλι την Αιγύτιδα και την Σκυρίτιδα, ίσως και τις Καρυές. Το 219 π.Χ. πάντως, ο Λυκούργος εδραιώνει τη θέση της Σπάρτης στη Βελμινάτιδα χώρα. Η Σπάρτη ποτέ δεν παραιτήθηκε των αξιώσεών της και ο καθορισμός της οροθετικής γραμμής ήταν στο εξής μόνιμο Casus belli.
Στα μετέπειτα χρόνια συνεχείς ήταν οι διαμάχες μεταξύ Μεγαλοπολιτικού κράτους και Σπάρτης για την οροθετική γραμμή. Κατά το 182 π.Χ. ο Φιλοποίμην, στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας επωφελούμενος των διενέξεων των Λακεδαιμονίων, απέσπασε τη βορειότερη περιοχή της Λακωνίας, τη Βελμινάτιδα και την παραχώρησε στη Μεγαλόπολη. (Λίβυος 32,34-Πλουτ. Φιλοποίμην)
Στις διαμάχες εμφανίστηκε ως νέος ρυθμιστής τους η νεοπαγής Ρώμη και άρχισαν οι αποστολές πρέσβεων με σκοπό τις διαιτησίες και τον έλεγχο της κατάστασης. Το 164/3 π.Χ. η Ρώμη έστειλε πρέσβεις «τοις Μεγαλοπολίταις και τοις Λακεδαιμονίοις διευκρινήσοντας περί της αντιλεγομένης χώρας». Η επιγραφή Ιv047 =(Syll 665) αναφέρεται σε μία τέτοια κρίση και χρονολογείται ανάμεσα στο 164-146 π.Χ.. Αν το έτος 370/369 π.Χ. ήταν μία τομή για τη Ιστορία της περιοχής, η άλλη είναι το έτος 146 π.Χ., η αρχή της Ρωμαιοκρατίας. Ίσως την εποχή του Αυγούστου η Σπάρτη, κατέχοντας σίγουρα τη Βελεμίνα, να ξαναπήρε ακόμα και τμήμα της Αιγύτιδος (Καμάρα Μεγαλοπόλεως).
Η εδραίωση της ρωμαϊκής εξουσίας και η υπαγωγή της Πελοποννήσου στο καθεστώς των ρωμαϊκών επαρχιών εξάλειψε τα αίτια για συγκρούσεις. Στο εξής ρυθμιστής των αιτιάσεων ήταν κατά το δοκούν η Ρώμη. Οι Ρωμαίοι στην προσπάθειά τους να εξασθενήσουν τη δύναμη της Σπάρτης, αφαίρεσαν τα στενά της Ανδανίας, την Κρωμίτιδα, την Βελμινάτιδα και μέρος της Αιγύτιδος, στα βόρεια σύνορα της Λακωνίας «δίκην δικάσαντες» και αυτά στους Μεγαλοπολίτες.
Η Pax Romana κατά τα αυτοκρατορικά χρόνια και η Constitutio Antoniniana ισοπέδωσαν τα πάντα. Πολύ πριν η Ρώμη, έχοντας απηυδήσει, «χάραξε» μόνιμη οροθετική γραμμή μεταξύ Μεσσηνίων και Σπάρτης, της οποίας το ΒΒΔ άκρο ήταν κοινό όριο για μία οροσειρά με το Μεγαλοπολιτικόν. Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα (1913-14) τα όρια αυτά δεν είχαν αλλάξει και ήταν αυτά της κοινότητας Λογκανίκου.
Ο Παυσανίας το 174/5 μ.Χ. στα Αρκαδικά του, βιβλίο VIII, παρέδωσε την οροθετική γραμμή του Μεγαλοπολιτικού κράτους. Η Βελμινάτιδα, το 2ο αιώνα μ.Χ., ανήκε στη Σπάρτη, ίσως ήδη από την εποχή του Αυγούστου. Η Constitutio Antoniniana, το 212 μ.Χ., συνέτεινε στην ισοπέδωση των πάντων. Στον 4ο αιώνα μ.Χ. στη Βελμινάτιδα χώρα πρέπει να έχουν εδραιωθεί οι χριστιανικοί οικισμοί. Οι πηγές σιωπούν. Όμως νότια και δυτικά από το εξωκλήσι του Αϊ-Γιάννη στο Κυπαρίσσι, η διαμόρφωση του χώρου με εκσκαφέα απεκάλυψε ταφές. Στον ίδιο χώρο υπάρχει κεραμική άβαφη wheel-ridged. Η μικρή εγκατάσταση χρονολογείται στα Παλαιοχριστιανικά-Βυζαντινά χρόνια και μαζί της συσχετίζεται η κατασκευή από την οποία αναβλύζει η λεγόμενη βρύση του Όθωνα.
Ο καταστρεπτικός σεισμός του 375 μ.Χ. και οι βαρβαρικές επιδρομές στην τελευταία δεκαετία του 4ου αιώνα μ.Χ. απετέλεσαν έστω και τεχνητά, ένα terminus. Από τα ευρήματα αυτής της περιόδου, κυρίως από τις μεγάλες αγροτικές εγκαταστάσεις (κτιριακά συγκροτήματα), υπάρχουν ενδείξεις, αλλά όχι αποδείξεις, ότι δε χάθηκε το παν και μεγάλο μέρος του πληθυσμού συνέχιζε να ζει στον τόπο (πρόσκαιρη φυγή). Τα νομίσματα του Ιουστινιανού, τα οποία είναι κοινά ευρήματα στην περιοχή, αποτελούν μια ακόμη ένδειξη.
Στους μετέπειτα αιώνες, ως τμήμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, η περιοχή αυτή της Λακωνίας, μακριά από την Οικουμενική πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, δεν μπορεί να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο, στην τότε Παγκοσμιοποίηση. Η κάθοδος των Σλάβων (7ο-8ο αιώνα μ.X.) οι οποίοι αφομοιώνονται από τους πληθυσμούς της Ελληνικής χερσονήσου, με τον εκχριστιανισμό και με την υιοθέτηση της Ελληνικής γλώσσας δε διαταράσσουν τις φυλετικές ισορροπίες. Μέχρις ότου φτάσουμε, στην καταραμένη εκείνη στιγμή, του βαρβαρισμού των «στρατιωτών του Χριστού», των λεγομένων Σταυροφόρων, που με τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης (1204) και την κατάλυση χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ανατολής, διαμελούν την Ελλάδα σε Φεουδαρχίες, δημιουργώντας στην Πελοπόννησο και τη Λακωνία, το Φραγκικό πριγκιπάτο των Βιλλεαρδουίνων. Η πολιτική αυτή κατάσταση διαρκεί περίπου 50 χρόνια, μετά τη μάχη όμως της Πελαγονίας (1259) η Λακωνία προσαρτάται στην αυτοκρατορία των Παλαιολόγων, και η Βελμινάτιδα χώρα, αρχίζει πάλι να αποκτά στρατηγική σημασία για τους Έλληνες, αποτελώντας τη συνοριακή γραμμή έναντι των Φράγκων. Η περιοχή, όπου και η σημερινή κοινότητα Λογκανίκου οχυρώνεται, κτίζεται κάστρο και μια ανθηρή πολιτεία δημιουργείται στα πρότυπα του Γερακίου και του Μυστρά.
Βιβλιογραφία:
Γ. Α. ΠΙΚΟΥΛΑΣ, Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα. HOROS. ΑΘΗΝΑ 1988, 35-39
Ως Τρίτη πόλη της Λακωνικής Τριπολίτηδος αναφέρεται η Βελεμίνα (κατά τον Παυσανία) , Βελμίνα και Βέλβινα (κατά τον Πολύβιο και τον Πλούταρχο).
« Πελλάνης εκατόν στάδια Βελεμίνα μάλιστα άρδεσται πέφυκεν, ήντινα διοδεύει μεν Ευρώτα το ύδωρ, παρέχεται δε αφθόνους πηγάς » (Παυσανία - Λακωνικά).
«Η δε εις Λακεδαίμονα εκ Μεγάλης Πόλεως οδός, επί μεν τον Αλφειόν στάδια τριάκοντα εισίν, από δε τούδε παρά τον ποταμόν οδεύσας Θειούντα, απολιπών ουν τον Θειούντα εν αριστερά σταδίους από Αλφειού τεσσαράκοντα ήξεις μάλιστα εις Φαλαισίας, απέχουσι δε αι Φαλαισίαι σταδίους είκοσι του Ερμαίου του κατά Βελεμίναν» ( Παυσανία Αρκαδικά).
Αν και κατά τους πρώτους ιστορικούς χρόνους ο πρώτος στρατιωτικός σταθμός της Σπάρτης προς βορρά ήταν η Πελλάνη, το πρώτο φυλάκιο και η προφυλακή της εισόδου στη Λακωνία από βορρά ήταν η Βελεμίνα. Η πόλη αυτή ήταν ο ακραίος σταθμός και η πρώτη πόλη στα όρια της Λακωνίας. Ήταν ο εντεταλμένος φρουρός της εισόδου στη Λακεδαίμονα μαζί με τον υπερκείμενο αυτής λόφο Χελμό, όπου και η ακρόπολη αυτής, το Αθήναιον.
Δεν έχουμε πληροφορίες για το πότε ιδρύθηκε και κατοικήθηκε η πόλη αυτή. Πάντως εμφανίζεται και αναφέρεται πολλές φορές από τους αρχαίους ιστορικούς κατά την περίοδο της Αχαϊκής Συμπολιτείας και μετά.
Υπήρξε το μήλο της έριδας μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αρκάδων και διεξήχθησαν πολλοί αγώνες για την κατοχή ή απόσπασή της. Οι Αρκάδες ( κατά τον Παυσανία) πίστευαν και ήθελαν τη Βελεμίνα δική τους, ενώ ο Παυσανίας λέει, ότι δεν είχαν δίκιο. Επίσης ο Πολύβιος, σαν Μεγαλοπολίτης, ισχυρίζεται, ότι το Αθήναιο και επομένως η Βελεμίνα ανήκε στην Μεγαλοπολίτιδα. Αλλά οι Λακεδαιμόνιοι ποτέ δε το συγχώρησαν αυτό στους Αρκάδες και θεωρούσαν τη Βελεμίνα αναπόσπαστο μέρος της πατρίδας τους, η οποία εκτεινόταν μέχρι το τέρμα της κοιλάδας του Ευρώτα και των πηγών αυτού.
Αναμφίβολα, τα παρατηρηθέντα ίχνη αρχαίου φρουρίου στην κορυφή του Χελμού, είναι του αναφερόμενου από τον Πολύβιο και τον Πλούταρχο φρουρίου του Αθήναιου, της ακροπόλεως της Βελεμίνας. Βέβαια, στο Χελμό ανηγέρθησαν αργότερα και άλλα οχυρά, κυρίως επί Φραγκοκρατίας και επί του Δεσποτάτου του Μυστρά, καταφανή λείψανα των οποίων υπάρχουν εκεί, αλλά τα ίχνη του αρχαίου φρουρίου ήταν της Βελεμίνας και του Αθήναιου.
Το Αθήναιο, αν δεν ήταν η ακρόπολη της Βελεμίνας, πάντως ήταν το οχυρό της, το οποίο προστάτευε και αυτήν και την είσοδο στη Λακεδαίμονα, για την οχύρωση του οποίου ενδιαφερόταν η Σπάρτη.
Πρώτος ο οποίος οχύρωσε το Αθήναιο, ήταν ο Κλεομένης, κατά διαταγή των Εφόρων. Η Σπάρτη επομένως δε μπορούσε να ανεγείρει οχυρώματα σε ξένα και εχθρικά εδάφη. Η ανέγερση του φρουρίου του Αθηναίου απ’ τον Κλεομένη έγινε τότε για την προστασία της Λακεδαίμονος και της από εκεί διερχομένης οδού από Μεγαλόπολη, Μεσσηνία και Ηλεία, χώρες εχθρικά διακείμενες τότε κατά της Σπάρτης και συνεργαζόμενες με την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Κύριο μάλιστα σκοπό είχε η οχύρωση του Αθηναίου να προστατεύσει την Άνω κοιλάδα του Ευρώτα από τις νυχτερινές επιδρομές των Μεγαλοπολιτών, οι οποίοι διεκδικούσαν τη Βελεμίνα και τις άλλες πόλεις της Βελμινάτιδος και Αιγύτιδος (Πλ. Φιλοπ.)
Ο Πλούταρχος διηγείται: « Οι Έφοροι πέμπουσι Κλεομένην καταληψόμενον το περί την Βέλμιναν Αθήναιον. Εμβολή δε της Λακωνικής εστί το χωρίον και τότε προς Μεγαλοπολίτας ην επίδικον. Καταλαβόντος δε τούτο και τειχίσαντος του Κλεομένους… Του δε (Αράτου) ως εκείνον Βέλβιναν μέλλειν τειχίζειν ακούσας καταβαίη του κωλύειν…» (Πλουτ. Κλεομ.)
«Θεωρούντες δε (οι Αχαιοί) κατά τους εξής χρόνους τον Κλεομένην θρασέως μεν ανοικοδομούντα το καλούμενον Αθήναιον εν τη των Μεγαλοπολιτών χώρα…» (Πολύβ. Bellum Cleomenicus)
Από το πρώτο χωρίο του Πλουτάρχου συνάγεται 1) ότι το Αθήναιο έκειτο περί την Βέλβιναν. 2) ότι το μέρος ήταν επίδικον καθότι τη Βελεμίνα διεξεδίκουν οι Αρκάδες. 3) Εις την επιστολήν του Κλεομένους προς τον Άρατον, ο Άρατος απαντών «ως εκείνον (Κλεομένης) Βέλβιναν μέλλειν τειχίζειν ακούσας…», αποδεικνύεται καθαρά, ότι το Αθήναιο απετέλει οχυρό, αν μη την ακρόπολη της Βελεμίνης. Ο Άρατος δεν αναφέρει το Αθήναιον αλλά την Βέλβιναν-αντί του μέρους το όλον.
Ο Πολύβιος θεωρεί το Αθήναιον ως ανήκον «εν τη των Μεγαλοπολιτών χώρα», διότι ως Μεγαλοπολίτης επίστευε και υπεστήριζε, ότι η Βέλβινα και το Αθήναιον ανήκαν στη Μεγαλόπολη.
Πάντως είναι αναμφισβήτητο, ότι το Αθήναιον βρισκόταν στο Χελμό ή γύρω απ’ αυτόν και συνέδεε την τύχη του με την Βελεμίνα.
Ο αρχαιοδίφης Ληκ, που επισκέφτηκε την περιοχή, λέει: «Εις το μέρος όπου ο Ευρώτας ρέει προς νότον εις την συμβολήν χυνομένου ρύακος εις τον Ευρώταν-εις τον λαιμόν της αριστεράς όχθης του ποταμού και τους πρόποδες του Χελμού, βλέπω την Αγίαν Ειρήνην, θέσιν της Βελεμίνας-…
Ο Χελμός είναι ωραίος στρογγυλός λόφος, σκεπασμένος από δάση δρυών, πρίνων, αγρίων ελαιών και διαφόρων άλλων θάμνων, στολισμένος στο κάτω μέρος από μερικά ανοικτά βοσκοτόπια και λιβάδια ανακατωμένα με καλλιεργήσιμα εδάφη». Πέρασε, όπως γράφει, τον Ευρώτα στο σημείο όπου συμβάλλουν τρία ποταμάκια. Το ένα κατέρχεται μεταξύ Λογκανίκου και Πετρίνας, το άλλο από βορρά και το τρίτο μεταξύ Χελμού και Τσεμπερούς. Στη σύνδεση των τριων ποταμίσκων υποθέτει, ότι έκειτο η θέση του Ερμαίου, πλησίον της Βελεμίνας, ένθα εσημειούντο τα όρια της Λακωνίας με τη Μεγαλοπολίτιδα. Και συνεχίζει: «Όπισθεν της Αγίας Ειρήνης (μετόχι Αγ. Νικολάου) ευρίσκονται αρχαία ίχνη ελληνικού φρουρίου επί της κορυφής του Χελμού». «Είναι φρούριον της αυτής αρχαίας πόλεως… Δεν έχω αμφιβολίας… ή ότι είναι τα ερείπια της Βελεμίνας»
Σήμερα στη θέση της Αγίας Ειρήνης, όπου πλούσια χωράφια, που ανήκουν στο Λογκανίκο, οι ιδιοκτήτες και καλλιεργητές βρίσκουν εκεί τεμάχια πήλινων αγγείων, μαρμάρινα λείψανα κιόνων κ.ά.. Από αυτά άλλα ευρίσκονται εντοιχισμένα και άλλα είναι διασκορπισμένα περί τον ναΐσκον της Αγίας Ειρήνης.