Ελληνιστικό οχυρό Αθήναιου Βελεμίνας στον Λογκανίκο στη Βόρεια Λακεδαίμονα.
Κείμενο: Λεωνίδας Σουχλέρης
Αρχαιολόγος της ΛΘ΄ ΕΠΚΑ
Ο λόφος του Χελμού υψώνεται στα ΒΑ της κοινότητας Λογκανίκου. Κατέχει μία επίκαιρη θέση, έχοντας πρόσβαση και ορατότητα στο τμήμα όπου η βόρεια Λακωνία, η κοιλάδα του Ευρώτα, συνέχεται ομαλά με τη νότια λεκάνη της Μεγαλόπολης, την κοιλάδα απορροής του Αλφειού.
Η θέση του Χελμού στα σύνορα των νομών Λακωνίας και Αρκαδίας και κατά την αρχαιότητα στα όρια των επικρατειών της Σπάρτης και της Μεγαλόπολης προσέδωσαν διαχρονική άξια στο λόφο καθώς το μεγάλο οχυρωμένο πλάτωμα της κορυφής (Σχέδιο 1) αποτέλεσε το κλειδί για τον έλεγχο της περιοχής.
Η γύρω από το Χελμό υδατοβριθής περιοχή, που διαρρέεται από τον Ευρώτα, ταυτίζεται με την Βελμινάτιν Χώραν (Πολύβιος ΙΙ 54,3) και τον agrum Belbinatem (Liv.XXXVIII34,8). Σύμφωνα με τον ιστορικό Παυσανία (ΙΙΙ 21,3) «Από την Πελλάνα απέχει εκατό στάδια η λεγόμενη Βελεμίνα. Η Βελεμίνα είναι η περιοχή της Λακωνίας που από τη φύση της αρδεύεται από τα πιο πολλά νερά· τη διασχίζει το ρεύμα του Ευρώτα , αλλά έχει και η ίδια άφθονες πηγές» ενώ ο Στράβων (8, 343) σημειώνει το «πρώτο ρείθρο του Ευρώτα» ονομαζόταν «Βλεμινάτις».
Η Βελμινάτις χώρα από τον 8ο αιώνα π.Χ. βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών. Το οικιστικό κέντρο, η Βελεμίνα, είναι μια από τις περιοικίδες πόλεις και αποτελεί τον τελευταίο σταθμό των στρατιών της Σπάρτης καθοδόν προς την υπόλοιπη Ελλάδα.
Στο δεύτερο μισό, όμως, του 4ου αιώνα π.Χ. τα πράγματα θα αλλάξουν ραγδαία. Οι Σπαρτιάτες το 371 π.Χ. ηττώνται στη Βοιωτία, στη μάχη του Λεύκτρου. Η πρώτη εκστρατεία του Επαμεινώνδα στη Λακωνική σήμανε αποδέσμευση μεγάλου μέρους των πρώην περιοικίδων περιοχών από την επικράτεια της Σπάρτης. Οι Θηβαίοι ιδρύουν την Μεσσήνη και την Μεγάλη πόλη και παραχωρούν τις περιοχές της Αιγύτιδος, της Σκιρίτιδος και της Βελμινάτιδος, ακόμα και την Σελλασία στους Αρκάδες.
Με τη Βελμινάτιδα χώρα και το οικιστικό της κέντρο τη Βελεμίνα συνδέεται και το αρχαίο οχυρό στο λόφο του Χελμού (Σχ.2). Οι αρχαίες πηγές παραδίδουν την ύπαρξη σημαντικού οχυρού στην περιοχή, που το χαρακτηρίζουν ως το «καλούμενον Αθήναιον εν τη των Μεγαλοπολιτών χώρα» (Πολύβιος ΙΙ 46) ή «το περί την Βέλμιναν Αθήναιον, εμβολή δε της Λακωνικής το χωρίον εστί» (Πλούταρχος, Κλεομένης 4). Το οχυρό ταυτίστηκε από τον W.Loring στα τέλη του 19ου αιώνα με το λόφο του Χελμού (Εικ.1).
Ο εξωτερικός περίβολος του αρχαίου τείχους ακολουθεί περιμετρικά όλο το πλάτωμα της κορυφής. Το τείχος είναι χτισμένο από μεγάλους αργούς λίθους (Εικ.2). Ενισχύεται από 33 ημικυκλικούς και κυκλικούς πύργους. Για τη χρονολόγηση του εξωτερικού περιβόλου δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ερευνητών. Μια ασφαλή χρονολογική ένδειξη θα μπορούσε να αποτελέσει η χρονική περίοδος μετά από τον πολισμό της Μεγαλόπολης (370-368π.Χ.), και ιδιαίτερα μετά από τις επεμβάσεις του Φιλίππου Β΄ το 344 και το 338 π.Χ., υπέρ των Αρκάδων και την παγίωση της ειρήνης της περιοχής με την οριστική προσάρτηση της Βελεμίνας στη Μεγάλη Πόλη. Οι πληροφορίες για την οχύρωση του λόφου του Αθήναιου (Χελμού) γίνονται πιο συγκεκριμένες στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. καθώς ο Πλούταρχος (Κλεομένης 4) εξιστορώντας τα γεγονότα του πολέμου μεταξύ Σπάρτης και Μεγαλόπολης, την περίοδο 229-222 π.Χ. ρητά παραδίδει ότι ο βασιλιάς Κλεομένης κατέλαβε το οχυρό Αθήναιον και το τείχισε «καταλαβόντος δε τούτο και τειχίσαντος του Κλεομένους».
Οι ισχυρές οχυρώσεις του Χελμού, για τις οποίες, κάθε εποχή συνέβαλε σημαντικά, αποτελούν άριστο παράδειγμα της οχυρωματικής αντίληψης των ελληνιστικών χρόνων (Εικ.3). Συγκεκριμένα το εξωτερικό τείχος του οχυρωμένου λόφου έχει περίμετρο 1955,65μ. και περικλείει έκταση 191.265 τ.μ. Το κεντρικό οχυρό στη νότια πλευρά του λόφου έχει περίμετρο 896,70μ. και περικλείει έκταση 39.491,23τ.μ..
Με την επικράτηση των Ρωμαίων στον ελλαδικό χώρο το 2ο αιώνα π.Χ. οι οχυρώσεις παύουν να χρησιμοποιούνται. Μέχρι και τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. δεν υπάρχουν πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή και ο πληθυσμός εγκαθίσταται στους πρόποδες του λόφου, στις υδατοβριθείς περιοχές των πηγών του Ευρώτα. Ο λόφος του Αθήναιου θα χρησιμοποιηθεί ξανά για στρατιωτικούς σκοπούς στο β΄ μισό του 13ου αιώνα μ.Χ.
Μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 μ.Χ., η Πελοπόννησος καταλαμβάνεται από τους Φράγκους. Η νότια Αρκαδία και η Λακωνία περιέρχονται στο Φραγκικό οίκο των Βιλεαρδουίνων. Στις πηγές του Ευρώτα στο λόφο του Αθήναιου, που στο Χρονικό του Μορέως αναφέρεται με τη νέα ονομασία «Χελμός», οι Φράγκοι, εκμεταλλευόμενοι τον οχυρωμένο χώρο κατασκεύασαν νέα οχύρωση στο υψηλότερο σημείο του λόφου, δηλαδή στο κεντρικό τμήμα του ελληνιστικού οχυρού (Σχ.3). Το φραγκικό τείχος περιμέτρου 345,38μ. περίπου, περιβάλλει έκταση 4.180,95 τμ., δηλαδή το 1/10 της αρχαίας έκτασης, ενισχυμένο από έξι πύργους.
Μετά από την ήττα των Φράγκων από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο στη μάχη της Πελαγονίας (Μοναστήρι – Φλώρινα) το 1259 μ.Χ. και την αιχμαλωσία του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου, τα κάστρα της Μονεμβάσιας, της Μάνης, του Γερακίου και του Μυστρά καταλαμβάνονται από τους Έλληνες. Στα τέλη του 13ου αιώνα το φρούριο του Χελμού καταλαμβάνεται από τους Έλληνες του Μυστρά. Στις αρχές του 14ου αιώνα, η περιοχή παραχωρείται στη Μονή Βροντοχίου του Μυστρά, ενώ το 1320 σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, οι πεδινές εκτάσεις των πηγών του Ευρώτα και του λόφου παραχωρούνται σε στρατιώτες του Δεσποτάτου. Στα μέσα του 14ου αιώνα το φρούριο παύει να χρησιμοποιείται, καθώς την περίοδο αυτή χτίζονται τα φρούρια της Παλιόχωρας Καλτεζών, του Παλιόπυργου στη Λαγκάδα, του Λεονταρίου και του Λογκανίκου.