Ο καιρός

Online Χρήστες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 249 guests και κανένα μέλος

 

 

Υπάρχει μια ρήση που λέει: "Άμα δεν έχεις γέρο αγόρασε έναν" τονίζοντας την αξία της εμπειρίας των μεγαλυτέρων, ως πολύτιμη και αναντικατάστατη.

Μου αρέσουν πολύ οι άνθρωποι που έχουν κάποια κουλτούρα. Και δεν εννοώ τους κατέχοντες πτυχία και ανώτερες θέσεις, αλλά αυτούς που είναι ήρεμοι, ισορροπημένοι και λεπτοί, άνθρωποι που τη ζωή τους κυβέρνησε η γνώση.  Μόνο σωστά πράγματα θα ακούσεις από ανθρώπους που είναι ψημένοι στο καμίνι της ζωής. 

Ένας τέτοιος φίλος με επισκέφτηκε πριν λίγες μέρες στο σπίτι μου.  Ήταν ένα ευχάριστο πρωινό κι ο Ηλίας Μάρκος παρέα με την μαγκουρίτσα του έκανε τον καθιερωμένο περίπατο για την καλή υγεία των ποδιών του, όπως του είχε υποδείξει ο γιατρός.

Ευχάριστος άνθρωπος, χαρούμενος, με χιούμορ. Αν και έφυγε μικρός από το χωριό του θυμόταν αρκετά πράγματα και με λεπτομέρειες.

Καθίσαμε στην αυλή είπαμε πολλά και για πολλούς. Είχε τα παράπονά του από τη ζωή όπως κάθε άνθρωπος μα δεν βγήκε κακή κουβέντα από το στόμα του για κανέναν.  Μου έκανε εντύπωση γιατί, συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Αν το έκανε ο Μπαρμπαλιάς θα το έκανε με στυλ γιατί εγώ δεν το αντιλήφθηκα. Ωραίος αφηγητής χωρίς περιττές κουβέντες και με άψογο συντακτικό.

Τον ρώτησα για τις γραμματικές του γνώσεις κι ενώ περίμενα να ακούσω ότι έχει τελειώσει κάποιο σχολείο, «ούτε την Πέμπτη δημοτικού δεν πρόλαβα να τελειώσω» μου απάντησε.

Και συνέχισε. «Ήταν κείνα τα χρόνια τα δύσκολα του ανταρτοπόλεμου και οι δάσκαλοι φοβούμενοι μη συλληφθούν, έφυγαν από το χωριό και το σχολείο έκλεισε. Εγώ όμως δεν ήθελα να κάθομαι στο χωριό και να τεμπελιάζω. Ήθελα να δουλέψω. Δουλειές δεν υπήρχαν. Πολλά άτομα στην οικογένεια, τι να σου κάνει ο Πατέρας. Ζούσαμε από τα χωράφια και την καλλιέργεια της γης. Μια χρονιά να μην βοηθούσε ο καιρός, πήγαιναν οι κόποι χαμένοι».

Ο Αδελφός του που ήταν στην Αθήνα του είπε να πάει εκεί να συνεχίσει το σχολείο, αλλά κι αυτός δεν είχε να του στείλει τα εισιτήρια.

Στη Σπάρτη υπήρχε ένα εστιατόριο - χάνι - που μάγειρας ήταν ένα χωριανός του, ο Νικόλας ο Παπαλυμπέρης. Μια Κυριακή τον είδε στην πλατεία και τον ρώτησε αν χρειάζεται «μικρό» στο μαγαζί. Για καλή του τύχη εκείνες τις μέρες είχε φύγει ένας βοηθός και τον προσέλαβε αμέσως.

Σκεφτόταν να δουλέψει 3 μήνες να «μαζέψει» τα εισιτήρια για να πάει στην Αθήνα στον αδελφό του. Η συμφωνία ήταν: 100 δραχμές ο πρώτος μήνας, 150 ο δεύτερος και 200 ο τρίτος. Μετά από τον τρίτο μήνα δεν είχε άλλη αύξηση.

Το μαγαζί δεν ήταν μεγάλο. Ένα υπόγειο με μια πέτρινη-επικίνδυνη- σκάλα, λίγα τραπεζάκια, ένα τεράστιο βαρέλι με κρασί και στο πίσω μέρος μια αυλή με στάβλους για τα ζώα όσων έρχονταν από τα χωριά. Υπήρχαν και κάτι παράγκες-αποθήκες- για όσους ήθελαν να μείνουν το βράδυ, «σε μια τέτοια αποθήκη έμενα κι εγώ»  λέει ο Μπαρμπαλιάς.

Φαγητά δεν είχε πολλά, 4-5 κατσαρόλες όλο κι όλο το μενού του μαγαζιού. Θυμόταν κάποια φαγητά ο Μπαρμπαλιάς. «Σπανακόρυζο, φακές, πατάτες του φούρνου και χοιρινό με σέλινο. Αυτό το φαγητό μου άρεσε πάρα πολύ». Τις πατάτες τις πήγαινε στο φούρνο που υπήρχε εκεί κοντά στη γειτονιά.

Μπήκε γρήγορα στο πνεύμα της δουλειάς και ο μάγειρας τον αγαπούσε και τα πήγαιναν καλά. «Ήταν καλός άνθρωπος και βοηθούσε όσους δεν είχαν όλα τα λεφτά να πληρώσουν».

Η σκέψη του όμως ήταν να συγκεντρώσει τα λεφτά να πάει στον αδελφό στην Αθήνα. «Μου άρεσε - συνεχίζει την αφήγησή του - να πηγαίνω στο σταθμό που έφευγαν τα λεωφορεία για την Αθήνα. Αυτά ήταν καινούργια όμορφα και μεγάλα με περισσότερα καθίσματα από εκείνα τα μικρά που πήγαιναν στα χωριά».

Στους τρεις μήνες υπολόγιζε ότι θα είναι αρκετά τα χρήματα που θα έχει μαζέψει και σκεφτόταν να πει στο αφεντικό ότι θα φύγει. Πώς να του το πει όμως.. Από τη μια ο σεβασμός προς το αφεντικό, από την άλλη ο φόβος πως θα τον μαλώσει που έφευγε και τον άφηνε χωρίς βοηθό, δυσκολευόταν να του το πει.

Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να το έλεγε η αδελφή του στο αφεντικό και την ειδοποίησε να κατέβει στη Σπάρτη. Πήγε η αδελφή του, αλλά κι αυτή δυσκολευόταν για τους ίδιους λόγους και γύρισε στο χωριό ….άπρακτη.

 Έτσι λοιπόν αποφάσισε να το ανακοινώσει μόνος του στο αφεντικό. Μια μέρα που δεν είχε πελάτες το μαγαζί επιστράτευσε όλο το θάρρος που διέθετε και είπε στο αφεντικό του ότι σκέφτεται να φύγει από το μαγαζί.  Στο αφεντικό δεν άρεσε καθόλου αυτό που άκουσε από τον ΄΄μικρό΄ και του έβαλε τις φωνές.

 Ήταν προετοιμασμένος για αυτή την αντίδραση, μα ήταν και  αποφασισμένος να μην υποχωρήσει.

Για τιμωρία το αφεντικό τον τελευταίο μήνα δεν τον πλήρωσε 200 δρχ. όπως είχαν συμφωνήσει αλλά του έκοψε 50 δρχ.

Πήρε τα λεφτά ο Μπαρμπαλιάς, αγόρασε ένα μεταχειρισμένο σακάκι, ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι και πήγε στο χωριό να ετοιμαστεί για την Αθήνα. Στο χωριό για να δείξει στους φίλους του ότι έχει λεφτά, χάλασε μερικά και μόλις του έμειναν τα εισιτήρια.

Η αδελφή του τον πήγε με το μουλάρι στο σταθμό του τρένου στο Ρούτσι αφού προηγουμένως διανυκτέρευσαν σε έναν συγγενικό σπίτι στο Ανεμοδούρι. Συγκοινωνία δεν υπήρχε τότε.

Έβγαλε φθηνό εισιτήριο χωρίς θέση και κάθισε στο σκαλάκι της πόρτας. Τότε έμεναν ανοιχτές οι πόρτες. Το τρένο πήγαινε τόσο σιγά που κάποιοι΄΄πηδούσαν΄΄όταν αυτό περνούσε από αμπέλια έκοβαν σταφύλια κι έμπαιναν στο επόμενο βαγόνι. Το τρένο δούλευε με κάρβουνο (μουτζούρης) και κάποια στιγμή που πήγε στην τουαλέτα είδε ότι το πρόσωπό του ήταν κατάμαυρο από τον καπνό.

 Στο τρένο γνώρισε έναν φαντάρο και του ζήτησε να τον βοηθήσει όταν φτάσουν στην Αθήνα να πάρει το τραμ νούμερο 4 για να πάει στου αδελφού του το σπίτι. Πράγματι ο στρατιώτης τον βοήθησε, του έδειξε που είναι η στάση του ευχήθηκε «καλή τύχη» και χωρίσανε.

Στο τέρμα του τραμ υπήρχε μια εκκλησία και παραδίπλα ήταν το σπίτι κάποιου  συγγενή του. Εκεί θα πήγαινε κι όταν ο αδελφός του τελείωνε την δουλειά, θα περνούσε να τον πάρει. Το σπίτι (του συγγενή) το γνώρισε από μια φωτογραφία που του είχε στείλει ο αδελφός του, φωτογραφία την οποία είχε μαζί του κι έτσι δεν δυσκολεύτηκε να το βρει. 

Τα πρωινά  ο αδελφός του πήγανε  σε ένα καθορισμένο μέρος (καφενείο) στην Αγ. Κωνσταντίνου κοντά στην Ομόνοια όπου μαζεύονταν όλοι οι εργάτες κι ο εργολάβος τους έπαιρνε για τη δουλειά.

--Θα έρθω κι εγώ μαζί σου.

--Εσύ θα καθίσεις εδώ – του λέει ο αδελφός του – δεν ήρθες για οικοδομή, αλλά για να πας σχολείο.

--Εντάξει, αλλά θα έρθω μέχρι το καφενείο μαζί σου.

Όταν έφτασε ο εργολάβος και είδε τον μικρό Ηλία, ρώτησε τον αδελφό του ..ποιος είναι αυτός.

--Αδελφός μου είναι, τώρα ήρθε από το χωριό.

--Και τι κάνει εδώ;

--Ακόμα τίποτα, μάλλον θα πάει σχολείο.

--Θέλεις να έρθεις σήμερα για δουλειά;

Άλλο που δεν ήθελε ο Ηλίας να βρει δουλειά αμέσως με το που έφτασε στην Αθήνα.

Ό αρχιμάστορας του έδωσε έναν μαγνήτη κι ένα σφυρί. «Θα μαζεύεις τις πρόκες του λέει από χάμω και θα τις ισιώνεις για να τις ξανά χρησιμοποιήσουμε».

Κάποια στιγμή τον είδε το μεγάλο αφεντικό της οικοδομής και του λέει.. «Παράτα το σφυρί κι έλα εδώ. Δεν θα κάνεις αυτή τη δουλειά». 

Του έδωσε μια τανάλια, τον πήγε σε μια κολώνα της οικοδομής η οποία ήταν έτοιμη (σιδερωμένη) και του λέει: «Θα καθίσεις εδώ όλη μέρα θα δένεις και θα λύνεις τα σίδερα όσο μπορείς πιο γρήγορα και θα παίρνεις περισσότερα λεφτά».

Ο άνθρωπος αυτός είδε στον μικρό Ηλία τον αυριανό μάστορα, τον καλό έμπιστο τεχνίτη που χρειαζόταν στην επιχείρησή του.

Στην αρχή  δυσκολεύτηκε με την τανάλια , δεν είχε πιάσει ποτέ στα χέρια του τέτοιο εργαλείο και στην προσπάθειά του να ¨γίνει γρήγορος¨ πολλές φορές μάτωνε τα χέρια του με τα σύρματα. Αυτό όμως δεν τον αποθάρρυνε. Αντίθετα, έσφιξε τα δόντια πείσμωσε και έβαλε σκοπό στο μυαλό του να πετύχει, να προκόψει. Δεν ξέχασε ποτέ το χωριό του, την φτώχεια και τους γονείς του. Μέρος από τις οικονομίες του πήγαιναν στους φτωχούς γονείς του.

Σε μικρό χρονικό διάστημα είχε γίνει πολύ γρήγορος στο σιδέρωμα και η τανάλια του φαινόταν παιχνιδάκι. Σε λίγα χρόνια  έφτιαξαν με τον αδελφό του τη δική τους εταίρα. Έπαιρναν κρατικές δουλειές και πολυώροφα κτήρια. Βοήθησαν πολλούς χωριανούς οι οποίοι έγιναν κι αυτοί μαστόροι και στη συνέχεια εργολάβοι.

Ο αδελφός του όμως είχε ένα όνειρο. Να μεταναστεύσει στην Αμερική.  Κι εκεί που οι δουλειές είχαν ΄΄στρώσει΄΄ και η εταιρία τους όλο μεγάλωνε, μια ωραία πρωία, ο αδελφός του φεύγει για την Αμερική. Μόνος του ο Ηλίας δεν μπορούσε να κουμαντάρει την εταιρία. Ένας άλλος αδελφός του υπηρετούσε στην αστυνομία. Του ζήτησε να φύγει από το σώμα να τον βοηθήσει στην οικοδομή. Εκείνος δέχτηκε κι έτσι η εταιρία συνέχισε την ανοδική της πορεία.

Ήταν τότε που η οικοδομή είχε ΄΄άνθηση΄΄, η Αθήνα ΄΄μεγάλωνε΄΄ και το επάγγελμα του σιδερά ήταν πολύ προσοδοφόρο. 

Έβγαζε αρκετά λεφτά και κάπου-κάπου το «έριχνε» και λιγάκι έξω. Πάντα σεμνά και ωραία. Διασκέδαζε με φίλους σε ταβέρνες και σε κέντρα με μουσική. Την εποχή εκείνη μεσουρανούσε ο Μπιθικότσης, ο Τσιτσάνης, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Τσαουσάκης  και όλοι οι μεγάλοι που άφησαν εποχή στο Ελληνικό τραγούδι. Πήγαινε συχνά-πυκνά στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Μπιθικότσης με τον οποίον είχαν γίνει φίλοι.

Είχε ένα φίλο ο Μπαρμπαλιάς, τον Αντώνη Μάρκο (Λογκανικιώτης)  ο οποίος ήταν πολύ οξύθυμος και όπου πήγαιναν δημιουργούσε φασαρία με το παραμικρό και από το τίποτα. Ένα βράδυ πήγαν με τις κοπέλες τους στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Μπιθικότσης κι ενώ εκείνος ήταν στο πάλκο με το μικρόφωνο, ο φίλος του κάνει νόημα με το χέρι όταν τελειώσει το τραγούδι να πάει στο τραπέζι να του πει κάτι. Πράγματι πήγε ο Γρηγόρης, τους καλησπερίζει και ρωτά τι τον θέλει.  «Να σταματήσεις να κοιτάζεις την κοπέλα μου» του λέει ο ΄΄σαματατζής΄΄ Αντώνης. «Τι λες τώρα», του απαντά ο Μπιθικότσης. «Ούτε καν την πρόσεξα». «Κάνε αυτό που σου λέω και μην την ξανά ενοχλήσεις». Τότε ο Μπιθικότσης λέει στον Μπαρμπαλιά. «Ρε συ Ηλία πες του κάτι δεν έχω τίποτα με την κοπέλα του». Μεσολάβησε λοιπόν ο Μπαρμπαλιάς, ηρέμησε τον φίλο και το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι πρωίας.

Δεν ήταν ο καιρός που: «δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα», ήταν τότε που: «όλοι το ίδιο είμαστε  σε τούτο τον κοσμάκη και όλοι έχουμε καρδιά λαός και Κολωνάκι»

Εκείνα τα χρόνια οι καλλιτέχνες τραγουδιστές, ηθοποιοί, έτρωγαν στα εστιατόρια της γειτονιάς, έπιναν το καφεδάκι τους στα καφενεία παρέα με τον απλό κόσμο με οικοδόμους, εργάτες, μεροκαματιάρηδες.

Στο ταξί με την Σωτηρία Μπέλλου. 

Μια βραδιά βρέθηκε με την Σωτηρία Μπέλλου και έναν ακόμα επιβάτη στο ίδιο ταξί. Σε μια διασταύρωση το ταξί σταμάτησε και ο πελάτης ΄΄πείραξε΄΄ μια κοπέλα που περίμενε να περάσει απέναντι. «Δεν μπορώ να σου πω τι του ΄΄άλλαξε΄΄η Μπέλλου. Αυτός έβαλε την ουρά στα σκέλια και μέχρι που κατέβηκε από το ταξί, δεν έβγαλε κουβέντα.

Του άρεσε πολύ η κιθάρα και γράφτηκε σε σχολή μουσικής. «Τυρταίος» ήταν η φίρμα της σχολής. Από την ίδια  σχολή  είχε αποφοιτήσει και ο τροβαδούρος του Ελληνικού τραγουδιού Νίκος Γούναρης.

Παρόλο το νεανικό της ηλικίας του, δεν χάθηκε στην μεγάλη πόλη όπως χάθηκαν- παρασύρθηκαν στη μεγάλη πρωτεύουσα- άλλοι που δεν είχαν τη δύναμη ψυχής και την πίστη να επιβιώσουν και να γίνουν σωστοί άνθρωποι.

Του άρεσε πολύ επίσης και ο χορός. Ο φίλος του Δημήτρης Μάρκος (επαγγελματίας χορευτής) του έμαθε πολλούς χορούς.

Όταν όμως ο άνθρωπος έχει δυνατές ρίζες και δύναμη ψυχής γίνεται ήρωας και προκόβει. Δεν χάνεται κανένας όταν έχει το ¨γνώθι σ’ αυτόν¨ και τα άλλα όπλα, ήθος και φιλότιμο.  Δεν χάθηκε ο μικρός Ηλίας γιατί είχε ¨ρίζες¨, είχε το ¨γνώθι σ’ αυτόν¨, είχε ψυχικές δυνάμεις.

Ήταν καλός κι εργατικός, ¨έπιαναν τα χέρια του¨. Για ένα χρονικό διάστημα εργάστηκε και ως ξυλουργός-επιπλοποιός. Στην αίθουσα του νηπιαγωγείου στο δημοτικό σχολείο Λογκανίκου, υπάρχει μια ντουλάπα με ράφια, έργο του Μπαρμπαλιά που στέκουν εκεί για δεκαετίες.

Ήρθε ο καιρός να υπηρετήσει την Πατρίδα. Θα έλλειπε σχεδόν δύο χρόνια.

Πολλά άλλαξαν στα δύο αυτά χρόνια. Ο αδελφός του έπιασε δουλειά σε άλλη οικοδομική εταιρία που του έδιναν περισσότερα λεφτά. Εκεί πήγε και ο Ηλίας όταν τελείωσε το στρατιωτικό. 

Βαθμοφόρος Λοχίας με τον συγχωριανούς του Κώστα Χατζή αριστερά και..… Μάρκο δεξιά.

Ο αδελφός του που ήταν στην Αμερική, του έστελνε γράμματα με ωραία σπίτια, ωραία τοπία με λίμνες, μεγάλους δρόμους, αυτοκίνητα, κάτι που συνεπήρε την Ηλία γιατί του άρεσαν πολύ τα αυτοκίνητα. Ήταν και η μανία της ξενιτιάς που όλοι οι νέοι ήθελαν να φύγουν. Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία προορισμοί που μαγνήτιζαν τους νέους. Δεν ήξεραν τι είναι η Αμερική, δεν ήξεραν που είναι, μόνο να φύγουν ήθελαν.

To 1961 και σε ηλικία 25 χρονών, ξεκινάει για το «όνειρο» που λεγόταν Αμερική.

Λιμάνι Πειραιά. Ημέρα αναχώρησης για Αμερική. Φίλοι, ξαδέλφια, συγγενείς και γονείς αποχαιρετούν την  Ηλία.

Σήμερα 83 χρονών ο Μπαρμπαλιάς απολαμβάνει τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής στο σπίτι του με την οικογένεια της κόρης του Βίκης.

Ευχαριστώ πολύ τον Μπαρμπαλιά για όλες τις ωραίες αναμνήσεις και εμπειρίες που μοιράστηκε μαζί μου και για τις φωτογραφίες που μου χάρισε .

Γιώργος Ιατρού

Λυνν Μασαχουσέτης

Οκτώβριος 2019

Αριστερά: Γιώργης Κακαβάς, Ηλίας Μάρκος

Αμερική. Ευτυχισμένες στιγμές με την σύζυγό του Γεωργία.

 

Από Αριστερά: Ηλίας, Χρίστος, Γιώργος.

Λογκανίκος. Στο τσαγκάρικο του Αντώνακα.

Λογκανίκος. Με τον Γιάννη Χριστόπουλο (αδελφό του Κουροντίνου).